Jump to content

Μάνος Χατζιδάκις


mvagustagm2000
 Κοινοποίηση

Recommended Posts

ψαχνοντας λιγο στο δικτυο για τον μεγαλο μανο χατζιδακι, βρηκα μια αυτοβιογραφια του και το θεωρησα καλο να την ανεβασω εδω για οποιον θεωρει τον μανο τοσο μεγαλειωδη οσο εγω:

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

 

 

 

Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το '32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.

Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.

Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.

Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων - μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.

Από το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού , εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα.

Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι :

 

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.

 

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθέντες συνήθειές μας.

 

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.

 

 

Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.

 

 

και τωρα ενα ακομη βιογραφικο σημειωμα γραμμενο απο τριτο ατομο αυτη τη φορα:

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

 

 

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925 στην Ξάνθη, μια ακριτική καπνοπαραγωγική πόλη της Ελλάδας. Ο πατέρας του, Γεώργιος Χατζιδάκις, καταγόταν από τη Μύρθιο Ρεθύμνου και ήταν δικηγόρος. Η μητέρα του, Αλίκη (Βασιλική), το γένος Αρβανιτίδου καταγόταν από την Αδριανούπολη. «Από την μητέρα μου», όπως έλεγε ο ίδιος, «κληρονόμησα όλους τους γρίφους που από παιδί μ' απασχολούν και μέχρι σήμερα κάνω προσπάθειες να τους λύσω. Χωρίς τους γρίφους της δεν θα 'μουν ποιητής...». Από την ηλικία των τεσσάρων ετών αρχίζει τα πρώτα μαθήματα πιάνου, με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Μάθαινε επίσης, βιολί και ακορντεόν. Το 1932, η μητέρα και τα δύο παιδιά, ο Μάνος και η Μιράντα, εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα και οι γονείς χωρίζουν. Το 1938 ο πατέρας του σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα ενώ ταξίδευε για το Μιλάνο. Το γεγονός αυτό καθώς και η έναρξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, κατέστρεψαν οικονομικά την οικογένεια. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης, εργάτης στο εργοστάσιο ζυθοποιίας του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

 

Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής. Αρχίζει επίσης σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (σπουδές που ποτέ δεν ολοκλήρωσε), ενώ παράλληλα γαλουχείται από καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.

Η πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτη στο μουσικό ορίζοντα της χώρας γίνεται το 1944 με τον Τελευταίο Ασπροκόρακα του Αλέξη Σολωμού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, θέλοντας να γίνει ηθοποιός, αλλά ο Κουν θα τον αποτρέψει. Μέσα από τη γόνιμη συνεργασία του, ως συνθέτη πια, με το Θέατρο Τέχνης που θα διαρκέσει δεκαπέντε χρόνια, θα γράψει μουσική για πολλά έργα του σύγχρονου θεατρικού ρεπερτορίου: Γυάλινος Κόσμος (Τ. Ουίλιαμς, 1946), Αντιγόνη (Ζ. Ανουίγ, 1947), Ματωμένος Γάμος (Φ. Γ. Λόρκα, 1948), Όλα τα Παιδιά του Θεού έχουν Φτερά (E. Ο' Νηλ, 1948), Λεωφορείον ο Πόθος (Τ. Ουίλλιαμς, 1948), Ο θάνατος του Εμποράκου (Α. Μίλερ, 1949) κ.ά.

 

 

Με το τέλος της γερμανικής κατοχής, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη τολμάει πρώτη να του αναθέσει να συνθέσει μουσική για τον Αγαμέμνονα και τις Χοηφόρες (1950) από την Ορέστεια του Αισχύλου. Μέχρι τότε την μουσική επένδυση των αρχαίων τραγωδιών την ανέθεταν σε ακαδημαϊκούς συνθέτες. Την ίδια περίοδο συνεργάζεται με τον μεγάλο ποιητή Άγγελο Σικελιανό για να συνθέσει τη μουσική στην τελευταία του τραγωδία Ιπποκράτης, ενώ η έγκυρη μουσικοκριτικός Σοφία Σπανούδη γράφει ήδη ένθερμα άρθρα για το έργο του.

Το 1945, στο θεατρικό έργο του Ευγένιου Ο' Νηλ Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, γνωρίζει τη Μελίνα Μερκούρη που υποδύεται τη Λαβίνια, κατοπινή συνεργάτιδα και αγαπημένη του φίλη.

Η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο πραγματοποιείται το 1946 για την ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι, ενώ ένα χρόνο αργότερα αρχίζει να γράφει το έργο Για μια Μικρή Λευκή Αχιβάδα, op. 1 για πιάνο, το οποίο ο ίδιος ξεχωρίζει με ιδιαίτερη αρίθμηση στο σύνολο της εργασίας του. Το 1948 το ίδιο έργο θα παιχτεί από τον αμερικανό πιανίστα Julius Katchen.

Το 1949 με μια διάλεξη του για το Ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική Ελληνική αστική κοινωνία. Το ρεμπέτικο τραγούδι που εξέφραζε τα λαϊκά στρώματα, απαγορευμένο και παράνομο, ήταν για τον υπόλοιπο κόσμο - αστούς και διανόηση - είτε άγνωστο είτε περιφρονημένο. Η «μουσική του δρόμου» και η «λαϊκή μουσική» έκαναν τον Μάνο Χατζιδάκι να αναγνωρίσει στο ρεμπέτικο τραγούδι αυθεντικά στοιχεία της παράδοσης.

Δύο χρόνια αργότερα (1951), παρουσιάζοντας και παίζοντας ο ίδιος στο πιάνο τις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές, που ήταν μεταφορά στο πιάνο έξι ρεμπέτικων τραγουδιών, θα πείσει πια έμπρακτα το ελληνικό κοινό για την ομορφιά και τον πλούτο των ρεμπέτικων τραγουδιών και θα αναμορφώσει όλο το ελληνικό τραγούδι, δρομολογώντας το σε νέους μουσικούς ορίζοντες. Όταν όμως, το λαϊκό τραγούδι έγινε προϊόν τουριστικής αξιοποίησης και αντικείμενο εκμετάλλευσης, δεν δίστασε πρώτος να το καταγγείλει.

 

Το 1951 ιδρύεται το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου - του οποίου ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικός διευθυντής - και εκεί παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του: Μαρσύας (1950), Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές (1951), Το Καταραμένο Φίδι (1951) και Ερημιά (1958).

Από το 1950, αρχής γενομένης με την Ορέστεια του Αισχύλου, θα γράψει μουσική για πολλές αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες: Μήδεια (1956), Κύκλωπας (1959) και Βάκχες (1962) του Ευριπίδη, Εκκλησιάζουσες (1956), Λυσιστράτη (1957), Πλούτος (1956), Θεσμοφοριάζουσες (1958), Βάτραχοι (1959) και Όρνιθες (1959) του Αριστοφάνη. Το 1953, με μία σειρά διαλέξεών του με θέμα τους σύγχρονους αμερικανούς συνθέτες, θα «αποκαλύψει» τους A. Copland, G. Menotti, L. Bernstein κ.ά. στο ελληνικό ακροατήριο που είχε απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο εξ αιτίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και των δύσκολων μεταπολεμικών συνθηκών. Την ίδια εποχή γράφει ένα από τα σημαντικότερα έργα του τον Κύκλο του C.N.S., op. 8 για βαρύτονο και πιάνο.

 

Εκτός από το Θέατρο Τέχνης, συνεργάζεται και με το Εθνικό Θέατρο. Μεταξύ άλλων (Όνειρο Kαλοκαιρινής Nύχτας 1952, Βασιλιάς Ληρ 1957, Οθέλλος 1958, Δόνια Ροζίτα 1959), γράφει μουσική για τη Μήδεια του Ευριπίδη, που ανεβαίνει στην Επίδαυρο με πρωταγωνίστρια την Κατίνα Παξινού (1956).

Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος», με την Νάνα Μούσχουρη.

Παράλληλα με το θέατρο, από το 1946 ο Μάνος Χατζιδάκις θα συνθέσει μουσική για πολλές ελληνικές και ξένες κινηματογραφικές ταινίες: Κάλπικη Λίρα (Γ. Τζαβέλλα 1954), Στέλλα (Μ. Κακογιάννη, 1955), Ο Δράκος (Ν. Κούνδουρου, 1956), Μανταλένα (Ντ. Δημόπουλου, 1960), In the Cool of the Day (R. Stevens 1962), America-America (E. Kazan, 1962), Blue (S. Narizzano, 1967), Sweet Movie (D. Makavejev, 1974), Το Ταξίδι του Μέλιτος (Γ. Πανουσόπουλου, 1978), Memed my Hawk (P. Oustinov, 1983), Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου (Π. Βούλγαρη, 1992), κ.ά. Το 1977 θα γράψει μουσική και για δύο ντοκιμαντέρ του J. Y. Cousteau (A la recherche de l' Atlantide-1, A la recherche de l' Atlantide-2).

 

Το 1959 και το 1960, στα δύο πρώτα Φεστιβάλ Τραγουδιού που διοργανώνει το Ε.Ι.Ρ., παίρνει το πρώτο βραβείο για δύο τραγούδια που ερμηνεύει η Νάνα Μούσχουρη. Το 1960 κερδίζει στη Θεσσαλονίκη το πρώτο βραβείο μουσικής της Α' Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου (το τότε Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) για την μουσική του στην ταινία του Νίκου Κούνδουρου Το Ποτάμι.

Το 1960 του απονέμεται το βραβείο Oscar για το τραγούδι Τα παιδιά του Πειραιά -από την ταινία του Jules Dassin Ποτέ την Κυριακή- και ταυτόχρονα γίνεται ο πρώτος 'Ελληνας συνθέτης που κάνει γνωστό το ελληνικό τραγούδι έξω από τα σύνορα της χώρας. Τα παιδιά του Πειραιά θα συμπεριληφθούν στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ου αιώνα και θα βραβευθούν στο Αμβούργο το 1987. Η συνεργασία του με τον Jules Dassin θα συνεχισθεί και στο TOPKAPI (1963).

Όμως, εκτός από Τα Παιδιά του Πειραιά που γνώρισαν την διεθνή αναγνώριση, τα επόμενα χρόνια πολλά τραγούδια του είχαν την ίδια τύχη και τραγουδήθηκαν από τους: Lale Andersen, Brenda Lee, Nat King Cole, Johnny Mathis, Hary Belafonte, Seon Filips, Amalia Rodrigues, Michael Kamen και την Νάνα Μούσχουρη. Η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών του χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θ' αποδεχθεί ποτέ και θα την μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το 1961 γράφει μουσική για την θεατρική παράσταση

Η κλέφτρα του Λονδίνου του G. Neveux, που παρουσιάστηκε στο Παρίσι, με πρωταγωνίστρια τη Marie Bell και το 1962 ανεβάζει στην Αθήνα την Οδό Ονείρων. Προσπαθώντας να απαλύνει τις πληγές της μετεμφυλιακής Ελλάδας, δημιουργεί μια παράσταση-σταθμό για το ελληνικό μουσικό θέατρο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνικά και κοστούμια Μίνου Αργυράκη. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Δημήτρης Χορν.

Αντισυμβατικός και πνεύμα ανήσυχο, στραμμένος ανέκαθεν στην αναζήτηση του καινούργιου και του αυθεντικού, χρηματοδοτεί τον Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Δοξιάδη. Προσκαλεί τον Αμερικανό συνθέτη Lucas Foss να προεδρεύσει της κριτικής επιτροπής (μέλη της οποίας ήταν ο μουσικολόγος Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου και ο συνθέτης Γιάννης Χρήστου) και το βραβείο απονέμεται στον Ιάννη Ξενάκη, άγνωστο τότε στο ελληνικό κοινό.

 

Ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (ορχήστρα συμφωνικής μουσικής, 1963-66) και στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της δίνει 20 συναυλίες με πρώτες παρουσιάσεις δεκαπέντε έργων ελλήνων συνθετών. Η παρουσία της ορχήστρας δημιουργεί νέα δεδομένα στη μουσική ζωή του τόπου, προσελκύοντας το ενδιαφέρον του κοινού για την «άγνωστη» μέχρι τότε σύγχρονη μουσική.

 

Η μακρόχρονη και εποικοδομητική συνεργασία με τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα του Maurice Béjart, αρχίζει στις Βρυξέλλες το 1965 με τους Όρνιθες του Αριστοφάνη και συνεχίζεται διευθύνοντας τα έργα: Jean Cocteau et la dance (1972, μπαλέτο σε τρία μέρη με αφηγητή τον Jean Marais: Le fils de l' air, L' ange heurtebise -σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι-, Les maries de la tour Eiffel -σε μουσική Tailleferre, Auric, Honegger, Milhaud, Poulenc), και την Traviata του Verdi (1973). To 1988 o Béjart παρουσιάζει το μπαλέτο Διόνυσος σε μουσική R. Wagner - Μ. Χατζιδάκι ενώ το 1993 χορογραφεί μέρος του έργου του συνθέτη, Οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς.

Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις φεύγει για την Αμερική για ν' ανεβάσει στο Broadway με τον Jules Dassin και την Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του Ποτέ την Κυριακή με τον τίτλο Illya Darling. Στην Αμερική θα παραμείνει μέχρι το 1972 και η μουσική του αντίληψη θα επηρεαστεί σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών Reflections με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble. Εκεί, εκτός των άλλων έργων του (Ρυθμολογία op. 26 για πιάνο, Μεγάλος Ερωτικός op. 30 - κύκλος τραγουδιών σε στίχους αρχαίων και νέων ελλήνων ποιητών), αρχίζει να γράφει τα λιμπρέτα για τρία μουσικά έργα (Μεταμορφώσεις, Όπερα για Πέντε, Ντελικανής), ηχογραφεί το Χαμόγελο της Τζοκόντα και αρχίζει να συνθέτει την Εποχή της Μελισσάνθης, μια μουσική ιστορία βασισμένη σε αυτοβιογραφικά στοιχεία που διαδραματίζεται τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης.

 

Το 1970 κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας The Martlet's Tale στη Ρώμη θα γνωρίσει τον Nicola Piovani. Θα δημιουργηθεί μια σχέση μαθητή-δασκάλου και ο Piovani θα δουλέψει δίπλα του ως βοηθός του, σε αρκετές παραγωγές. Όταν ο Nino Rota -ακριβός φίλος του Χατζιδάκι- πέθανε, ο Χατζιδάκις αφού «αρνήθηκε» λόγω συγκυριών την πρόταση του Federico Fellini να συνεργαστούν στην ταινία του La nave và, πρότεινε στη θέση του τον Nicola Piovani.

To 1972, τον πιο σκοτεινό χρόνο της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το Πολύτροπο (1973, μουσικό καφεθέατρο). Αποπειράται να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής, «φιλοδοξώντας» όπως έλεγε ο ίδιος, «μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ' όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία».

Δύο χρόνια αργότερα με την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας αναλαμβάνει πάλι ενεργό δράση στην πολιτιστική ζωή της χώρας. Διορίζεται Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Λυρικής Σκηνής (1975-77) και Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας (1975-82). Παράλληλα, αναλαμβάνει τη Διεύθυνση του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα (1975-81) τον οποίο, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, μετατρέπει σε σημείο αναφοράς, ποιότητας και ιδεών. Το 1979 καθιερώνει τις Μουσικές Γιορτές στ' Ανώγεια της Κρήτης, με τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια και διοργανώνει συνέδριο με θέμα την παράδοση, στο οποίο συμμετέχουν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί. Το 1980 εγκαινιάζει τον Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο της Κρήτης, ένα Φεστιβάλ που παρουσίαζε τα νέα ρεύματα σ' όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής έκφρασης (μουσική, χορός, κινηματογράφος, ζωγραφική, θέατρο). Ο Μουσικός Αύγουστος θα επαναληφθεί και τον επόμενο χρόνο και θα φιλοξενήσει καταξιωμένους καλλιτέχνες απ' όλο τον κόσμο:N. Piovani, A. Piazzola, S. Rinaldi, G. May, R. Winters, G. Sandor, E. Culp, H. Zender, Frei Hermano da Camara, κ.ά. Tο 1981-82 διοργανώνει τους Μουσικούς Αγώνες στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό με σκοπό την παρουσίαση νέων Ελλήνων καλλιτεχνών.

Το 1985-86 εκδίδει το πολιτιστικό περιοδικό Το Τέταρτο, ένα περιοδικό «που προσπάθησε να καταγράψει τα καλλιτεχνικά θέματα, τα κοινωνικά ακόμη και τα επιστημονικά, μέσα από τις πολιτικές διαστάσεις τους». Θέλοντας να προστατέψει το ελληνικό τραγούδι από την φθορά του εμπορίου, συστήνει το 1985, την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία ΣΕΙΡΙΟΣ, η οποία λειτουργεί μέχρι και σήμερα. Με φορέα τον Σείριο παρουσιάζει στην Πλάκα (1987-88) μια σειρά μουσικών προγραμμάτων με νέους καλλιτέχνες «αντιδρώντας» μ' αυτόν τον τρόπο «στον εκχυδαϊσμό και στη ρύπανση του πολιτιστικού μας περιβάλλοντος».

 

Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας διοργανώνει τους Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας. Γι άλλη μια φορά, αναζητά «τους νέους που θέλουν να συνομιλήσουν» μαζί του, «χωρίς κραυγές, χωρίς συνθήματα και δίχως εκτονώσεις...».

 

Το 1989-93 ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με έλληνες και ξένους σολίστ: Χ. Γεωργιάδη, Σ. Θεοδωρίδου, S. Armstrong, A. Piazzola, G. Sandor κ.ά. Αρκετά από τα έργα που παρουσίασε ήταν άγνωστα στην Ελλάδα, ενώ στο ρεπερτόριο της περιελήφθησαν και πρώτες παγκόσμιες εκτελέσεις έργων Ελλήνων συνθετών.

Από την αρχή της παρουσίας του στον ελληνικό χώρο και συγχρόνως με όλες τις προηγούμενες δραστηριότητες του, ήταν διαρκώς δισκογραφικά παρών με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί : Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ' τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά. Οι περισσότεροι κύκλοι τραγουδιών είναι σε στίχους Νίκου Γκάτσου.

Ο ίδιος δημοσίευσε τέσσερα βιβλία με ποιήματα και σχόλια: Μυθολογία, Μυθολογία Δεύτερη, Τα Σχόλια του Τρίτου, Ο καθρέφτης και το Μαχαίρι.

 

Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία, αναπτύχθηκε και τράφηκε από την προσωπικότητα του Μάνου Χατζιδάκι, που δεν δίστασε ούτε μια στιγμή να προβάλλει τα οράματά του στη πιο ακραία τους μορφή για να φανερώσει έτσι το βαθύτερο νόημα της τέχνης.

Ασυμβίβαστος και πρωτοπόρος, εχθρός της σοβαροφάνειας και των παγιωμένων αντιλήψεων, λάτρης της «νεότητας» και της συνεχούς αμφισβήτησης και με όπλο του την ελληνική αλλά και την οικουμενική παιδεία, συνέδεσε τη λόγια με τη λαϊκή μουσική, δημιουργώντας έτσι ένα «νέο» ήχο, ένα «νέο» τραγούδι που έχει τις ρίζες του τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση.

 

Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου του 1994, ο Μάνος Χατζιδάκις «άρχισε το ταξίδι του προς τα άστρα».

 

 

ζητω συγγνωμη αν κουρασα, αλλα ελπιζω πως οσοι αρεσκονται στις μουσικες του τοτε ευχαριστηθηκαν αυτο το μεγαλο μου Post!

 

 

 

πηγη:

http://www.manoshadjidakis.gr

συγγνωμη και παλι!

Link to comment
Share on other sites

ψαχνοντας λιγο στο δικτυο για τον μεγαλο μανο χατζιδακι, βρηκα μια αυτοβιογραφια του και το θεωρησα καλο να την ανεβασω εδω για οποιον θεωρει τον μανο τοσο μεγαλειωδη οσο εγω:

 

ΠΑΡΑ πολυ καλά έκανες...

 

αλλά δεν είναι μουσική πρόταση ή αναζήτηση...Καλύτερα να άνοιγες νέο θέμα για τον Χατζιδάκι.

"Our lives are not our own.

From womb to tomb, we are bound to others, past and present.

And by each crime and every kindness, we birth our future."

Link to comment
Share on other sites

Τα 2 μηνύματά σας, μεταφέρθηκαν σε νέο θέμα για το Μάνο Χατζιδάκι :)

Μα που ξέρεις, μπορεί,

να ταξιδέψουμε μια μέρα ή μια νύχτα μαζί.

Link to comment
Share on other sites

Τίτλος : Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ

Ημερομηνία: 1949

Η πρώτη εργασία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι.

Η διάλεξη δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης.

Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται ολόκληρη.

 

 

 

EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)

 

Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.

Τώρα αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά.

Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.

Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;

Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.

Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα. Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ΄ την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).

Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.

Μα πριν μπούμε σ΄ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.

 

Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.

Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

 

Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.

Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.

Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.

Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ΄ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.

Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.

Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.

Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.

Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο.

Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.

 

Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»

Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και τhς εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν.

Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του.

Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για τnν τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).

 

Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.

Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μιά κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java.

Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο· παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.

Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ΄ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μιά χάρη και μιά νnσιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού. Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα.

Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του έτoιμόρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθnτικότητας.

Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.

Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μιά εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo; Ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δnμοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωσn πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους;

Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.

 

Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλλnνικης λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)

Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι).

Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).

Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του. (τραγούδι)

Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».

Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.

Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.

Πριν δυό χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι - το σκοτάδι είναι βαθύ - κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε» (τραγούδι).

 

Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου.

Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.

Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν.

Έτσι κι εμείς.

 

Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.

 

Μάνος Χατζιδάκις

(Το κείμενο της διάλεξης βρέθηκε από τον Θάνο Φωσκαρίνη στο αρχείο του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Έλλης Νικολαίδου)

Link to comment
Share on other sites

o MEGALITEROS ellinas sin8etis mousikis olwn twn epoxwn!!! kai apo tous MEGALITEROUS sinxronous tou kosmou!!!!!!!!
So this is how liberty dies, with thunderous applause
Link to comment
Share on other sites

και ένας από τους μεγαλύτερους μάγκες της εποχής... Δεν με ενδιαφέρει τι έκανε στο κρεβάτι του. Για μένα μάγκας είναι αυτός που πιστεύει κάτι, στηρίζει την άποψή του και πεθαίνει αγκαλια με τις ιδέες του...

"Our lives are not our own.

From womb to tomb, we are bound to others, past and present.

And by each crime and every kindness, we birth our future."

Link to comment
Share on other sites

Wirelessly posted (Opera/8.01 (J2ME/MIDP; Opera Mini/2.0.4062/1316; en; U; ssr))

 

Το μαγικό με τον χατζιδάκι είναι πως οι μουσικές του σε σημερινές επανεκτελέσεις είναι ακόμη συγκλονίστηκα σύγχρονες, κάτι που δε συμβαίνει με τους άλλους σύνθετες της εποχής του. Επί παραδείγματι το reflections που ηχογραφήθηκε στη νέα υόρκη αν κάποιος το ακούσει τώρα μπορεί εύκολα να συμπεράνει πως είναι ένας σύγχρονος ροκ δίσκος.

Link to comment
Share on other sites

Κάποια εποχή της ζωής του έμενε στο Παγκράτι. Εξω απο το σπιτι του υπηρχε μια πινακιδα που πληροφορουσε τον κόσμο γι' αυτό.

Προχτές περνωντας απ' έξω με τον άντρα μου, ειδαμε ότι η πινακιδα δεν υπηρχε πια. Ο άντρας μου εξεφρασε την απορία, γιατι τη βγάλανε.

Δεν πιστευω πως τη βγάλανε. Μάλλον θα την πηρε καποιος τρελός με τον Χατζιδάκι.

Για μενα η κορυφαία του δουλειά ειναι το Χαμόγελο της Τζοκόντας. Την ακουω και ανοιγει η ψυχή μου.

Για όλους στο σπιτι μας δηλαδή, είναι κατι εξαιρετικό, απο τον μικρότερο (που ειναι 6 χρονων) μεχρι τον μεγαλυτερο (που ειναι 80 :p ).

Link to comment
Share on other sites

Που ακριβώς έμενα garfield? και εγώ Παγκράτι μένω και δεν το ήξερα αυτό... :confused:

"Our lives are not our own.

From womb to tomb, we are bound to others, past and present.

And by each crime and every kindness, we birth our future."

Link to comment
Share on other sites

Wirelessly posted (Opera/8.01 (J2ME/MIDP; Opera Mini/2.0.4062/1316; en; U; ssr))

 

Κάποια εποχή της ζωής του έμενε στο Παγκράτι. Εξω απο το σπιτι του υπηρχε μια πινακιδα που πληροφορουσε τον κόσμο γι' αυτό.

Προχτές περνωντας απ' έξω με τον άντρα μου, ειδαμε ότι η πινακιδα δεν υπηρχε πια. Ο άντρας μου εξεφρασε την απορία, γιατι τη βγάλανε.

Δεν πιστευω πως τη βγάλανε. Μάλλον θα την πηρε καποιος τρελός με τον Χατζιδάκι.

Για μενα η κορυφαία του δουλειά ειναι το Χαμόγελο της Τζοκόντας. Την ακουω και ανοιγει η ψυχή μου.

Για όλους στο σπιτι μας δηλαδή, είναι κατι εξαιρετικό, απο τον μικρότερο (που ειναι 6 χρονων) μεχρι τον μεγαλυτερο (που ειναι 80 :p ).

 

Αυτός ο δίσκος μαζί με το "reflections" και τον μαγικό "μεγάλο ερωτικό" θεωρούνται παγκοσμίως, αλλά και από εμένα, ως οι καλύτεροι και πιο εμπνευσμένοι δίσκοι του χατζιδάκι. Χωρίς βέβαια να υποτιμώ τους πολλούς άλλους μιας και ο χατζιδάκις ήταν πολύ παραγωγικός ως προς τη δισκογραφία του. Ούτε εγώ γνώριζα για το σπίτι παγκράτι που αναφέρεις...Καλή η πληροφορία σου.

Link to comment
Share on other sites

Σε ένα δρομάκι καθετο στην Υμηττου, Μάνου λέγεται, στην αρχή της (είναι κοντα στην εκκλησία του αγ. Νικολάου).

Μόλις μπαινεις στη Μάνου ειναι ένα σπιτι αριστερά, παλιο, βαμμένο με ώχρα. Είναι διωροφο και σχεδόν καθόλου συντηρημένο.

Ειναι το σπιτι που έμενε με τη μητέρα του και την αδερφή του όταν χωρισαν οι γονεις του.

Υποθέτω οτι ξέρετε για τον Μαγεμένο Αυλό, έτσι?

Link to comment
Share on other sites

Σε ένα δρομάκι καθετο στην Υμηττου, Μάνου λέγεται, στην αρχή της (είναι κοντα στην εκκλησία του αγ. Νικολάου).

Μόλις μπαινεις στη Μάνου ειναι ένα σπιτι αριστερά, παλιο, βαμμένο με ώχρα. Είναι διωροφο και σχεδόν καθόλου συντηρημένο.

Ειναι το σπιτι που έμενε με τη μητέρα του και την αδερφή του όταν χωρισαν οι γονεις του.

Υποθέτω οτι ξέρετε για τον Μαγεμένο Αυλό, έτσι?

 

να υποθεσω οτι λεγεται "μανου" προς τιμην του?

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ελληνική Γλώσσα : Κλασική Μουσική : Εργα και Μέρη

 

Μάνος Χατζιδάκις - Το Χαμόγελο της Τζοκόντας

 

 

 

ΓΕΝΙΚΑ

 

Τίτλος : "Το χαμόγελο της Τζοκόντας" - Εργο 22 - Δέκα τραγούδια στο ίδιο κλίμα για ορχήστρα - Διάρκεια : περίπου 28 λεπτά - Διαθεσιμότητα Ηχογραφήσεων : υψηλή. Πρόκειται για ένα ορχηστρικό δείγμα γραφής που περιλαμβάνει δέκα καθαρά ορχηστρικά κομμάτια και το οποίο είναι από πολλές απόψεις ανυπέρβλητο : το χρώμα είναι εν πολλοίς ελληνικό, είναι όμως τέλεια αναμεμειγμένο με τη δυτική τέχνη και η θεματογραφία είναι μοιρασμένη ανάμεσα στους δύο αυτούς διαφορετικούς κόσμους. Το έργο σα σύνολο παρουσιάζει τέτοιο μεγάλο πλήθος ιδέων και μουσικών εικόνων που εύκολα εντυπωσιάζει και τον πιο απαιτητικό ακροατή κλασικής μουσικής και όχι μόνον. Το έργο τελείωσε το 1964, και, σύμφωνα με τον ίδιο τον συνθέτη, αφηγείται τις φανταστικές ιστορίες μίας μοναχικής γυναίκας που ο ίδιος είχε εντελώς τυχαία συναντήσει στη Νέα Υόρκη το Φθινόπωρο του 1963 σε μία φαντασματογορική παρέλαση στην 5η λεωφόρο. Μέρος της έμπνευσης του έργου μοιράζεται ένα συγγενικό θέμα του Βιβάλντι που "στριφογύριζε" τότε στο μυαλό του συνθέτη με επιμονή, καθώς και το έργο του Ντα Βίντσι "Τζοκόντα" που είχε δει στο εξώφυλλο ενός βιβλίου σε μία βιτρίνα βιβλιοπωλείου περνώντας για να φύγει από την παρέλαση αυτή της 5ης λεωφόρου.

 

ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΡΓΟΥ

 

Η ορχήστρα που χρησιμοποιείται είναι η μεγάλη, σύγχρονη κλασική ορχήστρα, όμως, έχει δεχθεί απλόχερα και με φιλόξενο πνεύμα - επιβολής του συνθέτη - τους μακρυνούς αλλά ευπρόσδεκτους συγγενείς - στο έργο ακούγονται (κρίνοντας από το αυτί μου και μόνον και χωρίς να έχω ακόμα την παρτιτούρα της ορχήστρας) εκτός από τους γνώριμους κλασικούς ορχηστρικούς ήχους, ακόμη : μία κιθάρα και σε κάποια μέρη δύο κιθάρες, μπουζούκι, τσέμπαλο με δύο κλαβιατούρες (σειρές από πλήκτρα), ίσως μαντολίνο, "μαλακοί" ήχοι drums, σαξόφωνο σοπράνο και ίσως μία ή δύο ηλεκτρικές κιθάρες χωρίς όμως "σκληρό" εφφέ. Σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται κλασικοί ήχοι που είναι διαδεδομένοι στη μουσική τζαζ : τρομπέτα με σορντίνα, βαϊμπράφωνο, κόντρα μπάσσο πιτζικάτο και διάφορα τέτοια. Πρέπει οπωσδήποτε να τονίσω ότι τα παραπάνω ηχοχρώματα των "μη δυτικών" - ας μου επιτραπεί - οργάνων συνδυάζονται με τέτοια απίστευτη τελειότητα με τους κλασικούς ήχους της ορχήστρας που μένει κανείς με το στόμα ανοικτό, όταν αρχίσει να συνειδητοποιεί τι ακούει ! Εδώ αρχίζει ο μύθος του Μάνου Χατζιδάκι - ο οποίος δεν πρόκειται να τελειώσει πότε ... Οι μελωδίες, άλλοτε θυμίζουν δυτικότεχνα έργα και άλλοτε ελληνική λαϊκή μουσική, ο συνδυασμός που οδηγεί τον ακροατή στην τελειότητα. Οι εμπνεύσεις που συνδέουν διαφορετικές φράσεις και γενικά αλλάζουν το στιγμιαίο ακουστικό-ψυχολογικό κλίμα είναι καταπληκτικές και βαλμένες "με μαγικό χέρι". Το αρμονικό υπόβαθρο συνδυαζόμενο με την καταπληκτική ενορχήστρωση δίνουν τη χαριστική βολή στον εμβρόντητο ακροατή. Ποτέ δεν ήταν δυνατόν να καταφέρει κάποιος να συνδυάσει ομάδες ήχων, ομάδες εκφραστικών ιδεών, ομάδες μουσικών κόσμων και ομάδες εκφραστικών στυλ με τόσο αριστουργηματικό τρόπο δίνοντας τέτοια αίσθηση ροής στα πλαίσια όλου του έργου, αλλά και τέτοια τελική μουσικό-τεχνική ομοιογένεια η οποία συνδυάζεται με μεγάλη ποικιλία μέσων και εκφράσεων που προκαλεί τεράστια τελική εντύπωση.

 

 

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΕΡΓΟΥ

 

Ο αθάνατος Μάνος Χατζιδάκις έχει δώσει έναν ακόμη καλλιτεχνικό τρόπο για να βοηθήσει τον ακροατή να "διεισδύσει" στον μυστικό του κόσμο - τουλάχιστον όσον αφορά το συγκεκριμένο έργο : εκτός από την πανέμορφη εισαγωγή-σημείωμα του συνθέτη, όπου περιγράφει το πώς ουσιαστικά εμπνεύστηκε το έργο, συνεχίζει δίνοντας για κάθε ένα από τα δέκα μουσικά κομμάτια που απαρτίζουν τη συνολική σύνθεση και κάποιες μικρές σημειώσεις-"ψυχολογικής επαφής" με το κλίμα του έργου, γραμμένες όλες με πανέμορφο τρόπο, οι οποίες δίνουν άλλα φτερά στη φαντασία του ακροατή που θα συγκεντρωθεί νοητικά στο έργο. Οπως έχω αναφέρω και άλλη φορά στην ιστοσελίδα αυτή, θεωρώ ότι ο Μάνος Χατζιδάκις έδινε σε κάθε όργανο του έναν ιδιαίτερα δραματικό ρόλο που προσωπικά μου θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία. Ισως σε αυτό να συντελούν και πολλά από τα θέματά του, που έχουν μία "υπόγεια" ταραχή - ίσως και μία μελαγχολική διάθεση - που ενώ φαίνεται αρχικά πολύ ισχυρή, τελικά παραδίδεται σε κρυφά χαμόγελα και υποσχέσεις χαράς. Σε αρκετά μέρη το τσέμπαλο παίζει βασικό ρόλο φορέα της μελωδικής γραμμές και δίνει έναν απαλό τόνο, ο οποίος, όμως, λόγω της ιδιόμορφης ενορχήστρωσης δεν θυμίζει σχεδόν σε τίποτα ηχόχρωμα μπαρόκ και προκλασικισμού, αλλά, μάλλον δίδει μία ελαφριά κλασική διάθεση στην όλη σύνθεση. Τα πνευστά χρησιμοποιούνται "καλλιτεχνικά" και χωρίς να ορμάνε "σαν ταύρος σε υαλοπωλείο" - ειδικά τα χάλκινα. Τα έγχορδα έχουν ποικίλους ρόλους στα διάφορα μέρη, από μελωδία μέχρι ρυθμική υπόσταση, ή αρμονικές λειτουργίες. Το τελευταίο μέρος, έχει μία ήρεμη τζαζ απόχρωση σε αντίθεση με τα υπόλοιπα που γέρνουν είτε προς το δυτικότροπο είτε προς το "ελληνότροπο" στίγμα γραφής. Θεωρώ το έργο σαν μοναδικού χαρακτήρα και ένα από τα πιο πρωτότυπα που έχω ακούσει ποτέ μου. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν τεράστια μεγαλοφυία.

 

Κατεβάστε και απολαύστε μια πρόσφατη σύνθεση ! Η γνώμη σας μετράει !

 

 

ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΜΗΜΑΤΩΝ

 

ΟΤΑΝ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ - Διάρκεια περίπου 2 και μισό λεπτά - Παίζει όμορφα τον ρόλο εισαγωγής στο έργο. Η μελωδία είναι πανέμορφα κλασική και ρέει απίστευτα. Ολα μαζί τα όργανα έχουν στρώσει τον χορό και συνεχίζουν .... ΚΟΝΤΕΣΣΑ ΕΣΤΕΡΧΑΖΥ - Διάρκεια περίπου 3 λεπτά - Η αρχική ιδέα είναι καταπληκτική - δεν την έχω ακούσει από κανένα κλασικό συνθέτη πριν. Η ευαισθησία που εκπέμπουν τα πνευστά είναι συγκινητική. Η συνέχεια είναι ακόμη καλύτερη. Παρατηρείστε την όμορφη εξέλιξη του θέματος ... Η ΠΑΡΘΕΝΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΜΟΥ - Διάρκεια περίπου 3 λεπτά - Αρχίζει με ρυθμικές αρετές και συνεχίζει με επίμονη μελωδία που ρέει ελεύθερα. Προσέξτε τη χρήση διαφορετικών εικόνων για την παρουσίαση της ίδιας μελωδίας πολλές φορές. Αυτός είναι ο αληθινός Μάνος Χατζιδάκις ! ... ΒΡΟΧΗ - Διάρκεια περίπου 2 λεπτά - Εντονο ρυθμικό στοιχείο που ξανά "διαλύεται" σε μελωδικές τροπές. Αυτή τη φορά έχουμε συνθετότερη θεματική επεξεργασία. Ακούστε προσεκτικά το όλο μέρος. Το τέλος είναι υπέροχο ... ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ - Διάρκεια περίπου 3 λεπτά - Αυτό το κομμάτι ταιριάζει πιο πολύ με τη μορφή της "Τζοκόντα" από κάθε άλλο. Αναγεννησιακές επιρροές που τελικά στρέφουν στο αρχικό σημείο συνάντησής τους. Απλά πανέμορφο ...ΤΟ ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ - Διάρκεια περίπου 3 και μισό λεπτά - Το αναγεννησιακό κλίμα συνεχίζεται με άλλη ρευστότητα και βάρος. Η μελωδία είναι στρωτή και προκαλεί την περιέργεια. Το σόλο του όμποε είναι πολύ μουσικό και ταιριαστό. Η όλη εξέλιξη του μέρους είναι μισο-αναμενόμενη και μισο-ξαφνιάζει. Ετσι είναι ο Μάνος Χατζιδάκις. Το θέμα όσο περνάει η ώρα φοράει τα "καλά" του ...Ο Κ. ΝΟΛΛ - Διάρκεια περίπου 3 λεπτά - Φαντάζει μοναχικό και περιέχει μελαγχολία. Το σόλο σαξόφωνο σοπράνο δίνει άλλη τροπή. Η υπομονή κάνει θαύματα και σιγά-σιγά η μουσική "λαμπυρίζει" περίεργα. Περνάμε σε πιο φωτεινά σημεία χωρίς όμως να χάσουμε τις αναμνήσεις της αρχής μας ... ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ - Διάρκεια περίπου 2 λεπτά - Νευρωτικά έγχορδα αντιπαλεύουν με το τσέμπαλο, το οποίο επικρατεί εύκολα υποστηριζόμενο από ξύλινα πνευστά. Η κιθάρα δίνει άλλον τόνο, πιο μαλακό, αλλά ... το αρχικό θέμα μας κυνηγάει ακόμα ... πάει χάθηκε όμως ... ΒΡΑΔΙΝΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ - Διάρκεια περίπου 2 και μισό λεπτά - Μαλακό και ήρεμο στην αρχή του περιμένει σιγά-σιγά ενισχύσεις από την υπόλοιπη ορχήστρα. Τα έγχορδα συνδράμουν όπως μπορούν και στο τέλος πρωταγωνιστούν. Απίστευτα θεματικά ηχοχρώματα - προσέξτε τα ! ... ΧΟΡΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΚΙΑ ΜΟΥ - Διάρκεια περίπου 3 λεπτά - Αρχικά αρκετά σκοτεινό αν και ήρεμο και καλοσυνάτο. Θυμίζει νυχτερινή συνωμοσία στο σκοτάδι. Αργότερα γίνεται πιο κοσμοπολίτικο και "φλύαρο". Αναμφισβήτητα έχει "τζαζ" καταβολές, ειδικά στην ενορχήστρωση. Τελικά η νότα αισιοδοξίας κυριαρχεί, δυναμώνει με το τελικό "κρεσέντο" και καταλήγει σε ένα εντυπωσιακό και αντάξιο της όλης σύνθεσης φινάλε.

 

 

ΤΕΛΙΚΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ

 

Αυτή η σύνθεση ανήκει στη σπάνια κατηγορία κομματιών που σου δίνει ταυτόχρονα μεγάλα περιθώρια να "ανοίξεις" το μυαλό σου αλλά και τα αυτιά σου, όσο και να μπεις σε ολοκάθαρα νέα αισθητικά μονοπάτια και γραμμές. Πρόκειται για σύνθεση με μεγάλη πρωτοτυπία και εξίσου μεγάλη ευαισθησία - αντάξια της μεγαλοφυίας του πολύ μεγάλου μας συνθέτη. Η ορχήστρα - επαυξημένη ακριβώς όσο και όπως χρειαζόταν - γίνεται μάρτυρας ενός αισθητικού και υψηλά καλλιτεχνικού θαύματος που διαρκεί συνέχεια όσο οι μαγικές νότες του αξεπέραστου αυτού συνθέτη συνεχίζουν να ακούγονται μέσα στις ψυχές μας. Περιττό να ξαναπώ για την καταπληκτική τεχνική αρτιότητα του έργου, η οποία, όμως, για να γίνει αντιληπτή χρειάζονται πολλαπλές ακροάσεις. Ολα τα διαθέσιμα μέσα χρησιμοποιούνται με την πρέπουσα οικονομία και μουσικότητα και συνεισφέρουν όσο και όπως πρέπει στο ψυχολογικό κλίμα του όλου έργου. Δεν χρειάζεται να πω κάτι άλλο περιττό, πάντα τα σπάνια αριστουργήματα γίνονται φανερά από μόνα τους !

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Manos Hadjidakis

From Wikipedia, the free encyclopedia

Jump to: navigation, search

 

Manos Hadjidakis (Μάνος Χατζιδάκις) (October 23, 1925–June 15, 1994) was one of the greatest Greek music composers. He was born in Xanthi, Greece. In 1961 he received an Academy Award in the category of Best Music, for his Song Never on Sunday from the film of the same name. He is widely popular among Greeks and can be credited with the introduction of bouzouki music into mainstream culture.

[edit]

 

Biography

 

His very first work was the tune for the song Paper Moon (Hartino to Fengaraki), from Tennessee Williams' A Streetcar Named Desire staged by Karolos Koun's Art Theatre of Athens, a collaboration which continued for 15 years. His first piano piece, "For a Small White Seashell" (Gia Mia Mikri Lefki Ahivada) came out in 1947 and in 1948 he shook the musical establishment by delivering his legendary lecture on rembetika, the urban folk songs that flourished in Greek cities, mainly Piraeus, after the Asia Minor refugee influx in 1922 and until then had heavy underworld and cannabis use connections and were consequently looked down upon. Hadjidakis focused on the economy of expression, the deep traditional roots and the genuineness of emotion displayed in rembetika, and exalted the likes of composers like Markos Vamvakaris and Vassilis Tsitsanis. Putting theory to practice, he adapted classical rembetika on his 1951 piano work Six Folklore Paintings (Exi Laikes Zografies), which was later also presented as a folk ballet.

 

At this point he started pursuing a double-track career of sorts, writing immensely popular "pop" songs and movie soundtracks, alongside more serious works, such as 1954's The C.N.S. Cycle (O Kyklos tou C.N.S.), a song cycle for piano and voice recalling the German lied in its form, if not in style. In 1955 he wrote the score for Michael Cacoyannis' film Stella, with actress Melina Mercouri, a close friend of his, singing the movie's trademark song "Love that became a double-edged sword" (Agapi pou 'gines dikopo mahairi). Hadjidakis always maintained that he wrote his serious pieces for himself and his less serious ones to make a living: nevertheless his melodic talent was so abundant that one can hardly distinguish a quality gradient between the two.

 

In 1959, Hadjidakis met Nana Mouskouri, his first "ideal interpreter", a shy but superbly skilled vocalist who shaped the sounds of his music with her uniquely beautiful voice. It was 1960 that brought him international success, as his score for Jules Dassin's film Never on Sunday (Pote tin Kyriaki) won him an Academy Award, with The Lads from Piraeus (Ta Paidia tou Peiraia) becoming a huge worldwide hit.

 

In 1962, he produced the musical 'Dream Street (Odos Oneiron) and completed his score for Aristophanes' Birds (Ornithes), another Art Theater production which caused an uproar because of Karolos Koun's revolutionary direction. The score was also used later by Maurice Béjart's 20th Century Ballets. He also wrote the music for a song which Arthur Altman added English lyrics to and gave to Brenda Lee. The song was "All Alone Am I".

 

In 1965, his LP "Το Χαμόγελο της Τζιοκόντας" (Gioconda's Smile) was released on Minos-EMI. In 2004, it was re-released, digitally remastered as an audiophile LP and a CD in the EMI Classics collection.

 

In 1966 he travelled to New York for the premiere of Ilya Darling, a Broadway musical based on "Never on Sunday" and starring Melina Merkouri. He did not return to Greece until 1972, mostly because of opposition to Greece's military dictatorship. While in America he completed several more major compositions, including Rhythmology (Rythmologia) for solo piano, his famous orchestral compilation Gioconda's Smile (produced by none other than Quincy Jones), and the pinnacle of his musical achievement, the song cycle Magnus Eroticus (Megalos Erotikos), in which he used ancient (Sappho, Euripides), medieval (stanzas from folk songs and George Hortatzis' romance Erophile) and modern (Dionysios Solomos, Constantine Cavafy, Odysseus Elytis, Nikos Gkatsos, Myrtiotissa, George Sarantaris) Greek poems, as well as an excerpt from the Old Testament book "Wisdom of Solomon". His LP "Reflections" with the New York Rock & Roll Ensemble contained several of his most beautiful songs, either in orchestral form or with English lyrics written by the band - a record that preceded fusion trends by several decades.

 

Hadjidakis returned to Greece in 1972 and recorded "Magnus Eroticus" with singer Fleury Dantonaki, an opera-trained dark-toned alto who proved the consummate interpreter of his music, and singer Dimitri Psarianos. Following the junta's overthrow, he became active in public life and assumed a number of positions in the Athens State Orchestra (KOA), National Opera (ELS), and the National Radio (ERT). In 1985 he launched his own record company "Seirios" (Sirius). In 1989 he founded and directed the Orchestra of Colours (Orhistra ton Chromaton), a small symphonic orchestra.

 

He was to assume the role of score composer for his friend Federico Fellini's films, following Nino Rota's death, but the collaboration never materialized because of Hadjidakis' mounting health problems. He died on June 15, 1994, of heart disease and diabetes.

Link to comment
Share on other sites

Απλά ο κορυφαίος!

Ακούγοντας το έργο του δεν θες να ξανακούσεις τίποτα άλλο σύγχρονο(τουλάχιστον ελληνικό)....

Τέτοιο ταλέντο, τέτοια ευαισθησία, τέτοιο πολύπλοκο αλλά ταυτόχρονα και προσιτό δημιουργικό πνεύμα δεν θα ξαναδούμε στην Ελλάδα...

Χρόνια τώρα μαζεύω κομμάτι-κομμάτι το έργο του και μόλις πέσει στα χέρια μου κάτι καινούργιο, κάτι που δεν έχω, νομίζω ότι έχω αποκτήσει θησαυρό!

Ας είναι αναπαυμένη η ψυχή του και γεμάτο από μουσικές το σπίτι του στην οδό των ονείρων!

Link to comment
Share on other sites

Απλά ο κορυφαίος!

Ακούγοντας το έργο του δεν θες να ξανακούσεις τίποτα άλλο σύγχρονο(τουλάχιστον ελληνικό)....

Τέτοιο ταλέντο, τέτοια ευαισθησία, τέτοιο πολύπλοκο αλλά ταυτόχρονα και προσιτό δημιουργικό πνεύμα δεν θα ξαναδούμε στην Ελλάδα...

Χρόνια τώρα μαζεύω κομμάτι-κομμάτι το έργο του και μόλις πέσει στα χέρια μου κάτι καινούργιο, κάτι που δεν έχω, νομίζω ότι έχω αποκτήσει θησαυρό!

Ας είναι αναπαυμένη η ψυχή του και γεμάτο από μουσικές το σπίτι του στην οδό των ονείρων!

 

 

 

αυτη ακριβως ειναι η μαγεια του!

και φυσικα η διαχρονικοτητα του.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...
  • 4 weeks later...

Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ

Ημερομηνία: 1949

Η πρώτη εργασία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι.

Η διάλεξη δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης.

Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται ολόκληρη.

 

 

 

 

EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)

 

Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.

 

Τώρα αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά.

 

Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.

 

Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;

 

Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.

 

Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα. Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ΄ την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).

 

Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.

 

Μα πριν μπούμε σ΄ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.

 

Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.

 

Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

 

Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.

 

Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.

 

Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.

 

Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ΄ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.

 

Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.

 

Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.

 

Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.

 

Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο.

 

Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.

 

Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»

 

Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και τhς εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν.

 

Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του.

 

Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για τnν τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).

 

Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.

 

Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μιά κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java.

 

Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο· παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.

 

Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ΄ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μιά χάρη και μιά νnσιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού. Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα.

 

Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του έτoιμόρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθnτικότητας.

 

Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.

 

Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μιά εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo; Ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δnμοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωσn πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους;

 

Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.

 

Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλλnνικης λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)

 

Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι).

 

Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).

 

Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του. (τραγούδι)

 

Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».

 

Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.

 

Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.

 

Πριν δυό χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι - το σκοτάδι είναι βαθύ - κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε» (τραγούδι).

 

Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου.

 

Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.

 

Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν.

 

Έτσι κι εμείς.

 

Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.

 

 

 

Μάνος Χατζιδάκις

 

(Το κείμενο της διάλεξης βρέθηκε από τον Θάνο Φωσκαρίνη στο αρχείο του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Έλλης Νικολαίδου)

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Μάνος Χατζιδάκις

 

Μια ανέκδοτη συνέντευξη

Πριν από 25 χρόνια ένας νεαρός τότε δημοσιογράφος συνάντησε τον Μάνο Χατζιδάκι. Εκείνη τη συζήτηση δημοσιεύει σήμερα για πρώτη φορά «Το Βήμα».

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΙΛΣΟΝ

 

Ηταν το 1983. Τον είχα βρει τότε στο καμαρίνι του στην μπουάτ «Σείριος» * μόλις είχε τελειώσει η παράστασή του με τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» * κατάκοπο, ιδρωμένο και οξύθυμο. Σήμερα, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, επιστρέφω, ξανασκέφτομαι έντονα εκείνη τη συνέντευξη. Ως 19χρονος τότε φοιτητής-«δημοσιογράφος» νόμισα ότι η αρνητική και ενίοτε επιθετική στάση του Μάνου Χατζιδάκι αποτελούσε δημοσιογραφική αποτυχία, ότι ο αναγνώστης θα εισέπραττε την ίδια ψυχρολουσία με εμένα. Εχοντας ήδη κάνει συνεντεύξεις με τους Ρουμπινστάιν, Παβαρότι και Καμπαγέ για... σχολική εφημερίδα, ήμουν βέβαιος ότι μετά τη μονομαχία * όπως το εξέλαβα τότε * με τον Χατζιδάκι είχα υποστεί σαρωτική ήττα. Οσο αυθόρμητη και άμεση ήταν η έλξη της μουσικής του τόσο ζύγιασμα και σκέψη χρειαζόταν για να εκτιμήσει κανείς τις κάποτε απόλυτες, εριστικές και φαινομενικά αλαζονικές απόψεις του. Οι επιθέσεις του με άφησαν άναυδο. Το ότι δεν θα γινόταν μουσικός αν γεννιόταν δυνατός και πλούσιος με κατέπληξε. Αλλά εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει η απογοήτευση και η πικρία του εναντίον ενός μουσικού κατεστημένου όπου κυριάρχησε καθώς και η ταυτόχρονη πεποίθησή του ότι ένας νέος συνθέτης έχει πάμπολλα να διδαχθεί από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Ισως λόγω ανταγωνισμού ή προσωπικής ανασφάλειας ο Χατζιδάκις ήταν κάθε άλλο παρά γενναιόδωρος με τον έπαινο για τους συγχρόνους του. Ο κουρασμένος συνθέτης κάθησε με τον 19χρονο φοιτητή και του μίλησε. Σήμερα τον ευγνωμονώ.

 

* Ποια ήταν η πρώτη επαγγελματική επαφή σας με τη μουσική και στα νεανικά χρόνια σας ποια μουσική σάς επηρέασε περισσότερο;

 

«"Επαγγελματικά", δεν μ' αρέσει αυτή η λέξη. Επαγγελματίας είναι κανείς από την πρώτη στιγμή που ασχολείται σοβαρά με αυτό που τον απασχόλησε. Αλλο το επάγγελμα από όπου κερδίζουμε χρήματα. Αυτό στη μουσική γίνεται εκ των υστέρων, αν θα γίνει * που μπορεί και να μη γίνει».

 

* Ισως καλύτερα να λέγαμε σοβαρή επαφή.

 

«Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να γράφω μουσική, σε ηλικία 20 ετών, ήταν σοβαρή η επαφή μου. Με επηρέασαν όλοι οι συνθέτες του καιρού μου και άκουγα με πάθος σύγχρονη μουσική. Τώρα πια είναι πολύ μακριά. Ο Προκόφιεφ και ο Μπάρτοκ με είχαν γοητεύσει το 1945-46, όταν ήμουν 20 ετών. Μετά ο Μπεργκ, o Μάλερ... Αλλά να σας πω ότι με επηρέασαν δεν μπορώ. Αλλη ήταν η καταγωγή μου και άλλη ήταν η μουσική που μου άρεσε να ακούω».

* Υπήρχε μια αντίθεση εκεί, δηλαδή;

 

«Δεν υπήρχε αντίθεση, υπήρχε μια ταυτότητα αλλά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί αμέσως στη μουσική που έκανα. Ηθελε πολύ γερή παρατήρηση για να το δει κανείς».

 

* Υπάρχει κάτι σχετικό μεταξύ της λαϊκής μουσικής της εποχής εκείνης και...

 

«Η λαϊκή μουσική της εποχής εκείνης ανακαλύφθηκε από εμένα τον ίδιο. Δεν υπήρχε. Στην εποχή μου τα τραγουδάκια που τραγούδαγε όλος ο κόσμος ήταν ηλίθια και εξακολουθούν να είναι ηλίθια φυσικά. Πάντα είναι ηλίθιο ένα κατασκεύασμα που προσαρμόζεται στις φωνητικές δυνατότητές μας. Το λαϊκό τραγούδι πρέπει να μας εκφράζει... Λοιπόν τα τραγουδάκια που τραγουδάει ο κόσμος είναι βιομηχανικά κατασκευάσματα * γίνονται πάντα. Μερικές φορές είναι πολύ καλά αλλά τις περισσότερες φορές είναι ηλίθια * αρκεί να είναι στις δυνατότητες τις τραγουδιστικές μας, τις φωνητικές μας, για να μπορούν να μας απασχολούν στις ιδιωτικές στιγμές μας, στις στιγμές εκτονώσεως, στις στιγμές διασκεδάσεως».

 

* Δηλαδή, υπάρχει μια έλλειψη ποιότητας;

«Δεν με απασχολεί. Μπορεί να είναι και καλής ποιότητας τραγουδάκια αυτά. Αλλά δεν με απασχολεί, δεν με ενδιαφέρει η εκτόνωση του ακροατή ή η διασκέδασή του. Με ενδιαφέρει η αποκάλυψή του, η επικοινωνία του μαζί μου. Φυσικά δεν γίνεται με όλους τους ακροατές· χιλιάδες ακροατές δεν έχουν καμία διάθεση ούτε εγώ να τους πλησιάσω ούτε αυτοί να έχουν επικοινωνία μαζί μου. Αλλά υπάρχουν πάντα, όπως σε όλες τις εποχές, οι λιγότεροι, εκείνοι οι οποίοι εκπροσωπούσαν * είτε ως πομποί είτε ως δέκτες * τη λαϊκή ευαισθησία».

* Διακρίνετε κάποια επιρροή στη μεταγενέστερη δουλειά σας από τα χρόνια εκείνα, αυτών των συνθετών;

 

«Οποτε μου χρειάζεται κάτι από αυτούς μου έχουν δώσει τα μαθήματά τους. Αλλά τα μαθήματα είναι σε πολλά επίπεδα. Τα μαθήματα για τους αφελείς είναι η άμεση επιρροή. Τα μαθήματα για τους σοβαρότερους είναι η επιβολή κριτηρίων γούστου και αισθητικής. Για τους ακόμη σοβαρότερους το μέγιστο μάθημα είναι να ξεχάσεις το μάθημα και την επιρροή και να αξιοποιήσεις τα στοιχεία σαν κάτι πολύ δικό σου. Ετσι, αν θέλεις καμιά φορά να αναφερθείς σε αυτούς, να αναφέρεσαι μουσικά σχεδόν σαν να τους κλέβεις. Ενας αφελής θα έλεγε ότι τους κλέβεις. Αυτό ίσως είναι το μέγιστο μάθημα».

 

* Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε λίγο τα νεανικά χρόνια σας;

 

«Να σας εξηγήσω. Εγώ τα νεανικά χρόνια μου εξακολουθώ να τα ζω: είμαι νέος ακόμη. Λοιπόν, ως εκ τούτου, δεν μπορώ να αναμνησιολογήσω τα αληθινά νεανικά χρόνια μου διότι είμαι εν δράσει, διότι είμαι ανήσυχος και διότι εξακολουθώ να είμαι αναθεωρητής».

 

* Εννοώ προτού ασχοληθείτε με τη μουσική.

 

«Είχα ανακατευθεί με τη μουσική από 15 ετών. Σπούδασα μουσική και ήμουν πιανίστας 20 ετών * είχα τελειώσει το Ωδείο 21 ετών. Λοιπόν ασχολήθηκα από πολύ μικρός με τη μουσική, από έξι ετών, όταν άρχισα τα μαθήματα πιάνου».

* Ησασταν στην Ξάνθη τότε;

 

«Στην Ξάνθη και επτά ετών ήρθα στην Αθήνα».

 

* Οι δυνατότητες που είχατε εκεί ήταν σχετικώς περιορισμένες;

 

«Οχι, για τα μαθήματα που μπορούσε να κάνει ένα παιδί έξι ετών ήταν πολύ καλές. Οταν χρειάστηκε να αποκτήσω περισσότερες δυνατότητες, ήρθα στην Αθήνα».

 

* Στον πρόλογο του βιβλίου «Τα Σχόλια του Τρίτου» γράφει ότι είχατε επηρεαστεί πολύ από τον Ερωτόκριτο και τον Μακρυγιάννη.

 

«Αυτές είναι ποιητικές επιρροές και δεν αναλύονται. Ή τις συναισθάνεστε ή δεν τις συναισθάνεστε».

 

* Μπορείτε να μας πείτε τότε ποια πρόσωπα ιστορικά, λογοτεχνικά ή άλλα σας έχουν επηρεάσει εκτός αυτών;

«Περισσότερο τα πρόσωπα που αγάπησα, με τα οποία είχα σχέση ερωτική. Αυτά με επηρέασαν. Διάφορα πρόσωπα ιδιωτικά. Αυτά με επηρέασαν πάρα πολύ. Οι λογοτέχνες μού είναι αφόρητοι. Κατά κανόνα είναι δευτέρας κατηγορίας πολίτες * όλοι οι λογοτέχνες και οι λογοτεχνίζοντες».

 

* Οι ποιητές;

 

«Αν είναι πολύ μεγάλοι, της κλάσης του Σεφέρη, του Ελύτη και του Γκάτσου, είναι άλλη υπόθεση. Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που με επηρέασε περισσότερο από όλους είναι ο Γκάτσος ο ποιητής. Αυτός με έχει επηρεάσει και στη ζωή μου.

 

Επιπλέον επιρροή δέχθηκα από οποιοδήποτε βιώσιμο στοιχείο υπήρχε στον τόπο μου τον καιρό εκείνο. Ο,τι είχε επιζήσει μετά τον πόλεμο με επηρέασε * είτε στη λογοτεχνία είτε στη ζωή είτε στην ποίηση είτε στην τέχνη ειδικά».

 

* Η επιρροή της ελληνικής μουσικής * βυζαντινής και νεότερης * ποια είναι επάνω στη δουλειά σας;

 

«Με επηρέασαν πολλά στοιχεία, όσα στοιχεία ταιριάζουν με την ιδιοσυγκρασία μου και με εκείνο που ήθελα να φτιάξω».

 

* Γράφετε τα τραγούδια σας πρώτα και έπονται οι στίχοι ή τα γράφετε πάνω στους στίχους;

«Γράφονται συγχρόνως και οι στίχοι και η μουσική. Εχω ένα σχέδιο το οποίο πρέπει να εξυπηρετηθεί και επάνω σε αυτό δουλεύω».

* Ποια είναι τα πιο σημαντικά * τα ευτυχή και τα δυστυχή * γεγονότα στη ζωή σας επαγγελματικά και προσωπικά;

 

«Είναι πολύ μεγάλη η ζωή μου. Ζω 50 χρόνια. Κατά συνέπεια δεν μπορώ να αναφερθώ τώρα σε ένα πλήθος γεγονότων. Εχω ζήσει πολύ έντονα και έχω ταξιδέψει πολύ. Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να αναφερθώ σε διάφορες λεπτομέρειες. Ολα είναι έντονα και όλα περνάνε γιατί ζω εξίσου έντονα τώρα. Δεν έχω τελειώσει. Να έρθετε ύστερα από 25 χρόνια που ελπίζω να έχω κάπως ησυχάσει».

* Κοιτάζοντας πίσω στη μέχρι τούδε καλλιτεχνική πορεία σας ποιες θεωρείτε τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές επιτυχίες και αποτυχίες σας;

 

«Δεν με ενδιαφέρουν οι επιτυχίες ή οι αποτυχίες * ειλικρινά σας το λέω αυτό. Ούτε κοιτάζω πίσω ούτε με ενδιαφέρει καμιά επιτυχία. Σιχαίνομαι την αναγκαστική επαφή μου με αυτό που λέγεται σταδιοδρομία. Δεν έχω σταδιοδρομήσει και δεν θέλω να σταδιοδρομήσω ποτέ. Συνεπώς δεν κοιτάζω καμία επιτυχία. Δεν έχω επιτυχίες».

 

* Ποιες συνθέσεις σας σάς ευχαριστούν περισσότερο;

 

«Να με ρωτήσετε ποιες συνθέσεις μου με εκφράζουν. Νομίζω ότι όλες εκφράζουν αυτό που κατά καιρούς ήμουν».

* Η τεχνική όμως;

 

«Ενα έργο ολοκληρωμένο το 1947 είναι εξίσου σημαντικό με ένα έργο ολοκληρωμένο το 1976. Από το 1946 ζω μια συνειδητή μουσική ζωή, μουσική activity, δραστηριότητα. Δεν με ευχαριστεί τίποτε από ό,τι κάνω αλλά με εκφράζουν όλα ειλικρινά. Δεν έχω κάνει εγώ μουσική που να... * εκτός από μερικά πράγματα τα οποία έκανα για να βγάλω χρήματα την περίοδο που ήμουν νεαρός, όταν έκανα μουσική για φιλμ ελληνικά. Αλλά και πάλι σπούδασα πολύ καλά τον κινηματογράφο ώστε, όταν βρέθηκα έξω, ήξερα τέλεια την τεχνική της μουσικής του».

* Πείτε μας κάτι για τη δουλειά σας στον κινηματογράφο και στο αρχαίο ελληνικό δράμα.

 

«Δεν με ενδιαφέρουν. Με ενδιέφεραν από την ώρα που ξεπερνούσαν τους στόχους, τις υπηρεσίες που ήθελαν να προσφέρουν και γίνονταν περισσότερο μουσική. Τέτοιες δουλειές έχω και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Αλλά ως επαφή με τον κόσμο δεν με ενδιαφέρει πολύ. Γι' αυτό και σταμάτησα. Δεν κάνω πια. Εκανα περίπου 80 ταινίες και κάπου 75 θεατρικά έργα».

* Ποιους σύγχρονους έλληνες μουσικούς εκτιμάτε;

 

«Για τον Χρήστου, που έχει "φύγει". Ολοι αυτοί που έχουν μείνει είναι μάλλον μέτριοι. Ο Ξενάκης είναι επίσης σημαντικός αλλά δεν τον συμπαθώ πολύ».

* Είναι δύσκολο να αναπτυχθεί σωστά ένας μουσικός με την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα που προσφέρει η Ελλάδα σήμερα;

 

«Η ατμόσφαιρα που προσφέρει η Ελλάδα σήμερα είναι και θετική και αρνητική. Εξαρτάται από το ποια υποδομή έχει ο νεαρός συνθέτης για να επιλέξει εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα τον σχηματίσουν με αρτιμέλεια και με σοβαρότητα. Βιώνει καταπληκτικές καταστάσεις. Μέσα στον τόπο μας ζούμε του κόσμου τα πράγματα, αν ξέρεις να τα εισπράξεις * στην πολιτική, στο κοινωνικό επίπεδο. Η Ελλάδα είναι πολύ πλούσια σε γεγονότα και σε πληροφορίες αυθεντικές ώστε να μην πλήττει ένας άνθρωπος. Αν η Ελλάδα αντιμετωπίζεται επιφανειακά ίσως ένας νέος δεν έχει πολλά να πάρει. Από άποψη ουσίας έχει πάρα πολλά να διδαχθεί * του κόσμου οι αλλαγές και αντιθέσεις υπάρχουν σε αυτό τον τόπο».

 

* Πώς μπορεί να τις εκφράσει αυτές;

 

«Οχι να τις εκφράσει, να τις διδαχθεί. Δεν υποχρεούται κανένας το δίδαγμα για να το εκμεταλλευθεί. Το δίδαγμα είναι για να ωριμάσει μέσα του».

 

* Οχι ως μουσικός αλλά ως άτομο.

 

«Μα τι να το κάνω το "μουσικός" αν δεν είμαι ώριμο άτομο. Ενας μουσικός ανθρώπινα ανώριμος μου είναι αδιάφορος».

 

* Δηλαδή, η ατομική ωριμότητα είναι η βασική προϋπόθεση του καλού μουσικού;

 

«Και του οιουδήποτε καλού, θετικού πολίτη. Αν δεν είσαι θετικός πολίτης, δεν με ενδιαφέρει η εργασία που κάνεις».

 

* Αν ήσασταν σε θέση να αλλάξετε οτιδήποτε θα θέλατε εσείς, τι θα κάνατε;

 

«Εχω επιχειρήσει κατά καιρούς διάφορα πράγματα. Και είναι γνωστές οι απόψεις μου. Πάρα πολλά. Κατ' αρχήν, αν τυχόν ήμουν πιο συνεπής με τον εαυτό μου, θα διέλυα ό,τι υπάρχει σήμερα, τις συμφωνίες, τις ορχήστρες, τα ωδεία, όλα αυτά».

* Εν συγκρίσει προς τη μουσική ανάπτυξη άλλων χωρών, πώς βλέπετε την ανάπτυξη της ελληνικής μουσικής;

 

«Εξίσου ανόητη όπως και των άλλων χωρών. Σήμερα διανύουμε μια εποχή που η μουσική είναι χρεοκοπημένη υπόθεση σε όλες τις χώρες όπως και εδώ. Η μουσική τελείωσε. Τώρα η συμφωνική μουσική δεν έχει την επαφή με το σήμερα, όπως είχε πριν από 50-70 χρόνια, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα η μουσική είναι πια εκτός χώρου και εκτός πραγματικότητας».

 

Αν είχα χρήματα, δεν θα γινόμουν μουσικός

 

* Τι θα μπορούσαν οι Ελληνες να μάθουν από τη νεότερη μουσική άλλων χωρών και τι θα μπορούσαμε να διδάξουμε;

 

«Δεν με έχει απασχολήσει. Ειλικρινείς φυσιογνωμίες υπάρχουν και αλλού. Σκοπός είναι να τις επιλέξουμε και να μην τις μπερδέψουμε με τις δεύτερες και σκάρτες φυσιογνωμίες. Αυτά τα κριτήρια μας τα δίνει η σοβαρή μελέτη της μουσικής και των άλλων κρατών. Με ενοχλεί όμως η έκφραση μουσική ανάπτυξη. Τι θα πει μουσική ανάπτυξη; Να γίνουν περισσότερα ωδεία για να μαθαίνει ο κόσμος μουσική; Αυτό με ενοχλεί. Είναι μια λάθος διέξοδος της ευαισθησίας. Νομίζω ότι η ευαισθησία ενός ανθρώπου συγχρόνου πρέπει να διοχετευθεί σε άλλους τομείς και όχι στο να μαθαίνει ένα βιολοντσέλο ή ένα βιολί. Το θεωρώ ηλίθιο. Εγώ δεν θα το 'κανα».

 

* Αν ξεκινούσατε πάλι, θα ξαναπαίζατε πιάνο;

 

«Οχι. Δεν ξέρω τι θα έκανα. Ισως θα εφεύρισκα άλλους τρόπους με τους οποίους θα εκδηλωνόμουν».

 

* Γιατί, όπως γράφετε, δεν έχουν θέση στον μουσικό χώρο της Ελλάδας το παλιό ρεμπέτικο και το μάγκικο; Δεν υπάρχει πλέον μερίδα του λαού που να εκφράζεται μέσω αυτής της μουσικής;

«Το παλιό ρεμπέτικο ήταν ένα περιθωριακό τραγούδι. Ανήκε στους ανθρώπους του λούμπεν προλεταριάτου. Σήμερα δεν υπάρχει λούμπεν προλεταριάτο. Εχει μεταναστεύσει και έχει γίνει αστικός πληθυσμός. Ο πληθυσμός της Ελλάδας πλέον σήμερα έχει γίνει μικροαστικός και αστικός. Είναι το κοινό των παλιών ρεμπετών το οποίο έχει νομιμοποιηθεί και έχει αποκτήσει ισχύ * έχει μεταναστεύσει. Διασκεδάζει στα σκυλάδικα. Αυτά είναι αηδή πράγματα».

 

* Θα πρέπει η μουσική μιας εποχής να εκφράζει απολύτως την εποχή αυτή ή περισσότερο τον συνθέτη προσωπικά;

«Αυτόματα όταν ο συνθέτης ζει σωστά στην εποχή του εκφράζει και τον καιρό του και τον εαυτό του. Δεν επιλέγουμε εμείς την εποχή μας. Θέλουμε δεν θέλουμε, ζούμε στον παρόντα χρόνο και είμαστε εκφραστές αυτού του χρόνου. Είναι γέννημα ενός χρόνου ο συνθέτης, δεν μπορεί να το αποφύγει. Μπορείτε εσείς να πείτε ότι ζείτε στον 17ο αιώνα; Ζείτε στον παρόντα χρόνο. Οσο και να θελήσετε, δεν μπορείτε να ξεφύγετε από αυτό. Πρέπει να εκφράζει τον εαυτό του ο καλλιτέχνης αλλά μέσα στον εαυτό του είναι ο παρόντας χρόνος».

 

* Θα μπορούσατε να θίξετε λίγο περισσότερο αυτό που λέτε στα «Σχόλια του Τρίτου» ότι, όταν ο άνθρωπος ξαναβρεί τον εαυτό του, θα πάψει η μουσική να είναι «ραβδί της αναπηρίας»;

 

«Ναι, γιατί η μουσική λίγο πολύ εκφράζει ανθρώπους που είναι ανάπηροι, είναι μισοί. Οταν ο άνθρωπος γίνει ολόκληρος, δεν θα έχει ανάγκη να φτιάχνει ήχους για να εκφραστεί, για να αισθανθεί πλήρης, αλλά θα μεταχειρίζεται μόνο τα τραγούδια για να επικοινωνήσει. Το τραγούδι θα είναι μια ερωτική πράξη, όπως ήταν στην αρχή».

 

* Θεωρείτε ότι το τραγούδι βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από τη συμφωνική μουσική;

«Οχι βέβαια! Αυτά είναι αηδή πράγματα, είναι ψέματα».

 

* Εσείς είστε τώρα γενικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας. Γιατί δεχθήκατε αυτή τη θέση;

«Μπήκα στην Κρατική Ορχήστρα για να τη διορθώσω ή να την εκσυγχρονίσω. Δεν κατάφερα να κάνω τίποτε. Είναι τόσο διαβρωμένη και τόσο άρρωστη που θα φύγω χωρίς να έχω καταφέρει απολύτως τίποτε».

 

* Θα προτιμούσατε να τη διαλύσετε τελείως;

 

«Θα ήταν υγιέστερη πράξη αυτή από όλες τις άλλες».

* Τι άνθρωποι πηγαίνουν να ακούσουν συμφωνική μουσική;

 

«Ανθρωποι που έχουν συνηθίσει αρρωστημένα να ακροάζονται αυτό το είδος της μουσικής χωρίς να έχουν καμία άλλη επαφή με την πραγματικότητα γύρω τους».

* Εχετε κάποια εκτίμηση για αυτού του είδους τις συναυλίες;

 

«Οχι πλέον».

 

* Αλλά είχατε κάποτε;

 

«Ως μαθητής ναι, ως νέος ναι».

 

* Οταν γίνατε διευθυντής είχατε;

 

«Ετσι κι έτσι. Ηθελα να κάνω διαφορετικά πράγματα, να πάρω την ορχήστρα και να την αλλάξω».

 

* Να τη μετατρέψετε σε... ευρωπαϊκή;

 

«Οχι βέβαια. Δεν με ενδιαφέρει το μοντέλο της Ευρώπης ή της Αμερικής. Πολύ καλά παίζουν αλλά το άρρωστο κύτταρο υπάρχει μέσα τους».

* Ιδανικά τι ρόλο πρέπει να παίξει η μουσική στη ζωή του ανθρώπου;

 

«Κανένα ρόλο. Οταν ο άνθρωπος είναι συμπληρωμένος, δεν χρειάζεται υποκατάστατα της ζωής. Η μουσική είναι υποκατάστατο της ζωής. Το τραγούδι θα τον εκφράσει ως μια επικοινωνία με τον άλλο άνθρωπο. Θα είναι ερωτική πράξη και όχι μια έκφραση τέχνης».

 

* Τι ρόλο πρέπει να παίζουν τα ωδεία στην καλλιτεχνική ανάπτυξη της χώρας;

«Κανέναν. Να κλείσουν όλα. Τα καφενεία είναι καλύτερα * τα κλασικά καφενεία που ερέθιζαν τη συζήτηση».

* Και πώς θα γινόταν κάποιος μουσικός;

 

«Τι να την κάνεις τη μουσική;».

 

* Φαίνονται λίγο παράδοξα αυτά τα πράγματα. Εσείς είστε ένας μεγάλος μουσικοσυνθέτης ο οποίος έχει επηρεάσει πάρα πολύ κόσμο.

 

«Οχι. Είμαι ένας άνθρωπος που πραγματοποιώ τα οράματά μου, είτε με τη μουσική μου είτε με τις πράξεις μου είτε με τις σχέσεις μου. Μεταχειρίζομαι πολλά μέσα. Μεταχειρίζομαι και τη μουσική».

* Αν ξεκινούσατε από την αρχή, θα ξανακάνατε μουσική;

 

«Μπορεί ναι, μπορεί και όχι».

 

* Ποιος είναι ο σκοπός του Τρίτου Προγράμματος;

 

«Να ερεθίσει, να αφυπνίσει και να προβληματίσει».

 

* Με τη μουσική;

«Καθόλου. Με όλα * με τον λόγο και κάθε είδους εκπομπή».

 

* Ποιες θεωρείτε επιτυχίες και αποτυχίες σας στη διεύθυνση του Προγράμματος;

«Το Τρίτο Πρόγραμμα είναι επιτυχές αλλά δεν ολοκληρώθηκε. Γιατί δεν έφυγε από τον κορμό της ΕΡΤ. Αν είχε φύγει από τον κορμό της ΕΡΤ, τώρα θα ήταν ολοκληρωμένη η σχέση μου με αυτό. Θέλησα να το αποδεσμεύσω από τον κορμό της ΕΡΤ».

 

* Αν μπορούσατε να ξαναζήσετε την καλλιτεχνική καριέρα σας, θα κάνατε τίποτε διαφορετικό;

«Δεν μου αρέσει η λέξη καριέρα. Δεν έχω κάνει καριέρα. Δεν θα έκανα τίποτε διαφορετικό. Ισως να έκανα με πιο επιτυχή τρόπο αυτά που έκανα ως σήμερα».

 

* Στην προσωπική σας ζωή θα κάνατε τίποτε διαφορετικό;

«Απολύτως τίποτε. Πολύ ωραία είναι και τα λάθη. Είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση».

 

* Θα ξαναγινόσασταν μουσικός;

«Αν είχα χρήματα, ίσως να μη γινόμουν. Ξεκινάει κανείς κάπου στα τυφλά. Αν είχα δύναμη και χρήματα, δεν θα γινόμουν μουσικός. Δεν χρειάζεται. Θα ήμουν δυνατός και πλούσιος».

 

* Πώς θα θέλατε να μείνει το όνομά σας;

«Να μη μείνει καθόλου. Δηλαδή, όταν φύγω εγώ, δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν με ξέρει ο γιος σας. Αν πρόκειται να ξέρουν το όνομά μου, ας το ξέρουν όπως νομίζουν αυτοί. Δεν με απασχολεί το θέμα πώς θα με ξέρουν οι άλλοι. Ολο το ενδιαφέρον μου είναι πώς με ξέρουν οι δικοί μου άνθρωποι. Και επειδή κάθε ημέρα γίνομαι καινούργιος, πρέπει να με μαθαίνουν από την αρχή οι δικοί μου άνθρωποι. Οι άλλοι ας ξέρουν ό,τι θέλουν».

 

 

ελπιζω να τη βρηκατε τοσο ενδιαφερουσα οσο και εγω...:)

Link to comment
Share on other sites

Eξαιρετικά ενδιαφέρουσα όλη η συνέντευξη.

Προσωπικά σε ευχαριστώ πολύ.

Πλέον ειναι ελάχιστοι αυτοί που ασχολούνται με το έργο του Χατζιδάκι και ακόμα λιγότεροι αυτοί που φροντίζουν να το γνωρίσουν κι άλλοι.

Link to comment
Share on other sites

Eξαιρετικά ενδιαφέρουσα όλη η συνέντευξη.

Προσωπικά σε ευχαριστώ πολύ.

Πλέον ειναι ελάχιστοι αυτοί που ασχολούνται με το έργο του Χατζιδάκι και ακόμα λιγότεροι αυτοί που φροντίζουν να το γνωρίσουν κι άλλοι.

 

χαιρομαι που το εκτιμας...:)

προσπαθω να ανεβαζω ο,τι καλυτερο και πληρεστερο βρισκω προκειμενου η ενημερωση για τον χατζιδακι να ειναι ακριβεστερη και σφαιρικοτερη.:D

ελπιζω και αλλοι να ασχοληθηκαν και να δαπανησαν 10-15 λεπτα για να ριξουν μια ματια σε αυτη την ομολογουμενως μεγαλη συνεντευξη.

 

υγ: το προσεξες αυτο:

Πώς θα θέλατε να μείνει το όνομά σας;

"«Να μη μείνει καθόλου. Δηλαδή, όταν φύγω εγώ, δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν με ξέρει ο γιος σας. Αν πρόκειται να ξέρουν το όνομά μου, ας το ξέρουν όπως νομίζουν αυτοί. Δεν με απασχολεί το θέμα πώς θα με ξέρουν οι άλλοι. Ολο το ενδιαφέρον μου είναι πώς με ξέρουν οι δικοί μου άνθρωποι. Και επειδή κάθε ημέρα γίνομαι καινούργιος, πρέπει να με μαθαίνουν από την αρχή οι δικοί μου άνθρωποι. Οι άλλοι ας ξέρουν ό,τι θέλουν».

 

 

απλα :respect:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

 Κοινοποίηση

×
×
  • Create New...