Jump to content

Μάνος Χατζιδάκις


mvagustagm2000
 Κοινοποίηση

Recommended Posts

Χαρακτηριστικο του...

 

Nα πω για τον Μαγεμένο Αυλό. Στο αγαλμα του Τρουμαν. Ξεκίνησε ως πιτσαρία και μετά εστιατόριο, προσφέροντας καφέ τις ώρες που δεν σέρβιρε.

Και φυσικά ένα απο τα αγαπημένα στέκια του Χατζιδάκι. Οπου τον έβλεπες συχνά μόνο του ή με παρέα.

Ισως φαίνομαι αφελής, αλλά νιώθω πολυ τυχερή που τον έβλεπα. Οχι σε συναυλία του ή σε καποια δημόσια εμφάνιση που να αφορά τη μουσική του, αλλά, στις ιδιωτικές του στιγμές που αφηνόταν -οπως όλοι μας- ελεύθερος.

 

Απο το blog της ISIS UNVEILED αντιγράφω "αν η μουσική του Μάνου είναι μια κληρονομιά για τον παγκόσμιο άνθρωπο, η ίδια του η παρουσία ήταν καταλυτική για μια γειτονιά της Αθήνας… που την γέμισε φως που γλύστραγε μέσα από τις νότες της καθημερινότητας και του ασήμαντου…

 

αυτό για μένα, που είχα την τύχη να το ζήσω, ήταν το μεγαλύτερο Εργο του…"

 

Προσυπογράφω.

Link to comment
Share on other sites

H ζωή μου δεν ήταν η ζωή ενός μουσικού. Ήταν περισσότερο η ζωή ενός επικίνδυνου και ανήσυχου νέου, που η Μουσική κατάφερε κάπως να τον ηρεμήσει και να τον κάνει “κατ' επιφάνεια νόμιμο”.

 

Πολλοί περιφρονούν την αποκλειστική απασχόληση και τη κατάληξή μου στο τραγούδι, ιδίως οι λεγόμενοι “σοβαροί” μουσικοί. Γιατί ποτέ τους δεν κατάφεραν να τραγουδήσουν και ούτε θα τραγουδήσουν ποτέ. Είναι σαν τους ανέραστους, τους βιολογικά άρρωστους, που περιφρονούν τον έρωτα και υποβαθμίζουν τη σημασία του για να δικαιολογήσουν την ατροφική τους ύπαρξη.

 

Πολλοί πάλι με θεωρούν “συνάδελφο”, γιατί σκαρώνουν τραγουδάκια και με τους αφελείς και αμόρφωτους δημοσιογράφους ή τηλεπαρουσιαστές μιλάν για γενεές, λαϊκότροπα, έντεχνα, για καινούργια ρεύματα και άλλα πολλά ευτράπελα, κατάλληλα για τους ανεπαρκώς πληροφορημένους συμπατριώτες μας, ως επί το πλείστον νεολαίους γηπέδων και κομμάτων.

 

Εγώ άρχισα από την Λα Γιάνα, που χόρευε πάνω στους καθρέπτες μαγικά το “Πως λάμπουν τ' άστρα”.

 

Εκείνη ήταν το μεγάλο άστρο κι εγώ το μικρό. Μα ξαφνικά πέθανε η Λα Γιάνα και η Ελλάδα ξεμπέρδεψε βέβαια με τους Γερμανούς, μα έμπλεξε χειρότερα με τους δικούς της. Κι εγώ μεταπήδησα από την εφηβεία στην νεότητα.

 

Ανακαλύπτω την μητέρα μου, την αδελφή μου, τους φίλους μου, την Ελλάδα, μα περισσότερο την Αθήνα, την πόλη που ζούσα από επτά χρονών και που την έβλεπα μια πόλη μαγική ― μοναδική στο κόσμο ― για τις αναπνοές των ανθρώπων της και για το αεράκι του επιταφίου, μέσα απ' τον οποίο ζούσα τον έρωτα στην πιο απόλυτη μορφή του. Προσπαθούσα να δεχτώ την μαγεία της πόλης μέσα από την τρομοκρατία και την καταδίωξη κάθε ζωντανού οργανισμού του Έθνους, στο όνομα της πατρίδος και της αθανάτου ημών ιστορίας.

 

M' ενδιέφερε παράλληλα η ομορφιά μου και το άρπαγμα της ομορφιάς των άλλων. M' απασχολούσε πως θα γινόμουν στερεά ωραίος και για πάντα. Και άρχισα να γράφω μουσική.

 

Τον “Ματωμένο Γάμο”, τις “Έξη Λαϊκές Ζωγραφιές”, την “Αχιβάδα”, το “Καταραμένο Φίδι”, και άλλα πολλά, για να με ερωτευτούν όσοι ήθελα και επιθυμούσα την αγάπη τους.

 

Και το '48 γράφω το “Χάρτινο το φεγγαράκι” για το “Λεωφορείον ο Πόθος” του Tένεσυ Oυΐλιαμς, που ανέβασε το θέατρο τέχνης. Εκείνο το καιρό ο κόσμος τραγουδούσε: “Θα το πάρεις το κορίτσι, μη το παιδεύεις” και άλλες παρόμοιες ηθικοπλαστικές συμβουλές της μικροαστικής Αθήνας, ενώ παράλληλα θυμόταν με νοσταλγία τον Aττίκ και το Χαιρόπουλο.

 

Όπως καταλαβαίνετε, η ανεύρεση του ρεμπέτικου ήταν μια πράξη επιτακτική, αλλά και εξόχως τολμηρή για κείνους τους καιρούς. Για τη ταινία “Πόλη Μαγική” του Νίκου Κούνδουρου τότε, έγραψα τη μουσική. Το θέμα της ταινίας το έκανα τραγούδι το 1963.

 

Μεγάλωνα χωρίς να κορεσθεί η δίψα μου για τις άγνωστες πλευρές του κόσμου που με περιέβαλλε.

 

Στο μεταξύ είχαμε λαμπρές ιστορικές στιγμές. H εκτέλεση του Μπελογιάννη. H δίκη των αεροπόρων και άλλα πολλά. Ένα βράδυ, λίγο μετά τον εμφύλιο, πήγαινα στο σπίτι των φίλων μου Κώστα και Αλεξάνδρας Τρικούπη. Περνώντας από την ασφάλεια, με σταματάει ένας χοντρός έξω από την πόρτα της και μου ζητάει ταυτότητα. Ήσαν δυο-τρεις μαζί, μα σαν είδα τον χοντρό πάγωσα. Μου ήρθε στο νου μια εικόνα σ ένα χάνι ενός μικρού χωριού στα βόρεια της Ελλάδος κι εγώ να προσπαθώ να κοιμηθώ μες στο κρύο. Ήταν η αποχώρησή μας μετά τα Δεκεμβριανά κι εγώ, Eπονίτης εκείνο τον καιρό, υποχωρούσα γυρίζοντας κάμπους και βουνά μες τον χειμώνα. Εκεί λοιπόν, μέσα σ' αυτό το χάνι, σε μιαν άλλη γωνιά, ήσαν δυο Eλασίτες που είχαν ανάψει φωτιά και συνομιλούσαν, λέγοντας ο ένας στον άλλο τα κατορθώματά τους. Πόσους σκότωναν και πώς τους σκότωναν. Eίχε παγώσει το αίμα μου μ' αυτά που άκουγα και, δειλά, είδα καθαρά την φυσιογνωμία του ενός, έτσι όπως φωτιζόταν απ' την φωτιά, που μου εντυπώθηκε ανεξίτηλα μέσα μου. Τώρα τον έβλεπα μπροστά μου. Αστυφύλακα στην ασφάλεια, να ζητάει ταυτότητα ειρωνικά, χωρίς βέβαια να με αναγνωρίσει. Μου 'πε δυο λόγια προσβλητικά, μου 'πε να τσακιστώ από μπροστά του και μου έδωσε μια γερή κλωτσιά, προστατεύοντας έτσι το Έθνος μας απ' ό,τι ηθικό και ζωντανό είχε αφήσει ο Πόλεμος. Αναστατωμένος έφυγα και πέρασε καιρός να το ξεχάσω, αλλά μέσα μου άρχισαν να αναρριχώνται τα ερωτήματα γύρω από το κίνημα, τον Δεκέμβριο και το Έθνος. Άρχισα να βλέπω πως η Πατρίδα δεν είναι τόσο τίμια και καθαρή και αποφάσισα να έχω τα μάτια μου ανοιχτά. Το '58 ανεβάζω μουσικά την “Μήδεια” στην Επίδαυρο, με την Παξινού και σκηνοθέτη τον Μινωτή.

 

Είχα αρχίσει να γίνομαι δυνατός και να παρανομώ... Πολύ αργότερα ανακάλυψα πως τα όνειρα των άλλων δεν είχαν σχέση με τα δικά μου. Τότε, το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην και έξω απ' τα δικά μου σχέδια.

 

Πάλεψα χρόνια για να αφαιρέσω αυτό το τίτλο τιμής από την πλάτη μου, μα δεν το κατάφερα. O αγώνας όμως αυτός με βοήθησε να ξαναγίνω νέος ή, καλύτερα, να ξαναγίνομαι νέος κάθε φορά που ο χρόνος μου πετούσε μια επίσημη υπενθύμιση της παρουσίας του.

 

Εκείνο το καιρό, τα αξιόλογα πρόσωπα στον Ελληνικό κινηματογράφο ήσαν οι τεχνικοί και μόνο μ' αυτούς μπορούσε κανείς να πει δυο-τρεις κουβέντες σοβαρές και ενδιαφέρουσες. Το καλλιτεχνικό προσωπικό, ηθοποιοί, σκηνοθέτες και σεναριογράφοι ήσαν μάλλον ένα προλεταριάτο της συμφοράς, που άγγιζε πολλές φορές τα όρια του γελοίου.

 

Το '61 που όλος ο κόσμος τραγουδούσε “Τα Παιδιά του Πειραιά”, η Φρανκφούρτη με καλεί επίσημα, για να μου δώσει ο δήμαρχος το κλειδί της πόλης. Φτάνω στις 7 το βράδυ, χειμώνα με ένα τετρακινητήριο αεροπλάνο. Με περίμεναν τρεις χιλιάδες κόσμος, μια μεγάλη ορχήστρα, που έπαιζε το τραγούδι μου και όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Ευρώπης. Γνωρίζομαι με την Λάλε Άντερσεν, γίναμε φίλοι και τραγούδησε το “Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς” που έγινε χρυσό. Το τραγούδι αυτό το έγραψα στη κατοχή δίχως να την γνωρίζω αλλά για την δική της φωνή.

 

Το '63 ο Kαζάν μου ζητάει να γράψω την μουσική στην ταινία του “Aμέρικα - Aμέρικα”.

 

Το '69 βρίσκομαι στο Λονδίνο για τους “Ήρωες” του Nεγκουλέσκο. Μία εξαίσια περίοδος, που μου χάρισε την “Μπαλάντα του Oύρι”. O Oύρι ήταν ένας νεαρός Ισραηλίτης, που τραγουδούσε θεϊκά. Το Λονδίνο εκείνο το καιρό, ζούσε το Blow up του Αντονιόνι και ήταν μαγευτικό. Με κέντρο το καφενείο “Πικάσο” στην Kings Road. Ποτέ δεν ξαναβρήκα εκείνη την μαγεία του '69. Το '70 στην Ρώμη γράφω την Μουσική για το “παραμύθι του Mάρτελ”.

 

Βοηθός μου τότε ο Νικόλα Πιοβάνι. Εδώ πρωτόγραψα την “Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων” και από τότε γίναμε φίλοι με τον Νικόλα. H ραδιοφωνική μου έφεση βρίσκει διέξοδο στο τρίτο Πρόγραμμα της EΡT. Το μέγαρο της Ραδιοτηλεόρασης “λαμποκοπάει την δόξα μου και μαγειρεύει την άνοιξη του ροζ σοσιαλισμού”. Στο μεταξύ, οι διενέξεις μου με την Γενική Διεύθυνση γίνεται μια διασκεδαστική ιστορία, που όμως ποτέ δεν πέρασε στα επίσημα προγράμματα της EΡT. Μέχρι τότε, έκανα έρωτα και ραδιόφωνο με την ίδια επιτυχία αλλά το ΠA.ΣO.K κατάφερε ό,τι δεν κατάφερε ο έρωτας. Να φύγω δια παντός από το ραδιόφωνο.

 

Αυτά περίπου που σας διηγήθηκα είναι τα τραγούδια μου. Καθώς καταλαβαίνετε δεν τα έγραψα για να διασκεδάσετε. Τα έγραψα για να τ' ακούσετε και για να κάνετε δικό σας ό,τι σας ταιριάζει ή ό,τι σας αρμόζει. T' άλλα αφήστε τα για τους άλλους και ό,τι περισσεύει για μένα. Γιατί πρέπει να σας ομολογήσω πως τα τραγούδια μου τα 'γραψα για να συμπληρώσω τα κενά της προσωπικής μου ζωής. Γι αυτό και η ευαισθησία μου στον τρόπο που τα αποδέχεστε.

 

Προσοχή! Μη με πληγώσετε παίρνοντας αυτό που σας ανήκει.

 

http://portal.kithara.gr/img/people/xatzidakis.gif

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΛΙΝΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

 

http://www.os3.gr/teyxos_64/music/MANOS_GATSOS.jpg

Όχι ότι δεν έχουμε ανθρώπους δικούς ή σαν δικούς, αιώνες τώρα, που μας τρέφουν και μας ανατρέφουν, πνευματικά και ηθικά, από όποια χώρα και όποια φυλή τούς έδωσε το αίμα τους, αλλά μερικοί πολλές φορές μάς λείπουν, πολλές στιγμές μάς λείπουν, μια και τα βήματά τους ή το ξενύχτι τους στις πόλεις όπου ζούμε ήταν παράθυρο με φως όλες τις άγριες ώρες.

Στα σκαλοπάτια σου εγώ γυρίζω

Άνοιξε μέσα για να μπω

Και στρώσε μου να κοιμηθώ (1)

Αμίλητη ακούω τώρα μουσική από το βινύλιο. Ο δίσκος λέγεται «Σκληρός Απρίλης του '45». Λέει στο εσώφυλλο ο Μάνος Χατζιδάκις, σε ένα σημείωμά του: «Αν μπορούσα να ξαναγύριζα σε εκείνο τον καιρό, όχι γιατί θα ήμουν πιο νέος αλλά γιατί δεν θα γνώριζα τη φρίκη των κατοπινών καιρών». Χρονολογία: Ιούλιος του 1974.

Και έχει μια ρωμαλέα λύπη ετούτη η μουσική, ανοιξιάτικη, μια λύπη γνώριμη και καθαρή που ξέρεις πού μένει, ξέρεις το σπίτι της, τη γειτονιά της. Έτσι όπως καθάρισε το ρεμπέτικο τραγούδι από τη σκόνη του δρόμου που το γέννησε κάτω από την ευλογημένη βροχή της αγάπης του Μάνου Χατζιδάκι γι' αυτή την όμορφη όψη της ιδιοσυστασίας μας. Έτσι, άλλωστε, δημιουργούσε πάντα, ευγενικά. Πάντα στο φως τα πετάγματά του, πάντα με το φως μάς ξεναγούσε μέχρι να συνηθίσουνε και τα δικά μας μάτια σ' αυτή τη λάμψη της χαράς που τη γεννάει μια λύπη.

Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ο δικός μου Ιορδάνης ποταμός. Σ' αυτόν τρέχω σαν διψασμένη, σκονισμένη και άπνοη κάθε φορά που οι φλέβες μου γίνονται ξύλινες από την ανομβρία αυτού του τόπου, να πέσω ξανά να βαφτιστώ τον λόγο τον ερχόμενο, να μετανιώσω για τα ύψη και τα βάθη που δεν αναζήτησα με πειθαρχία συνεχή, να ξανανιώσω. Σε αυτό το ζωντανό νερό της εκφρασμένης τέχνης του και της αισθητικής του. Με τα πνευστά και τα έγχορδα, έξοχη φωτοσκίαση και αύρα ολόγυρα από τη φωνή του τραγουδιστή. Γιατί έρχεται από πολύ μακριά ετούτη η γνώση στραμμένη πάντοτε στο φως, συνειδητά σαν άσκηση. Με τα κρουστά να ελαφρώνουνε το πάτημα του σώματος, για να το κάνουν λυγερό και αέρινο, να σκαρφαλώνει πιο ψηλά, να βλέπει κάτω, να αγαπάει.

http://www.os3.gr/teyxos_64/music/MANOS_ORCHESTRA.jpg

Λύκοι πατήσαν το φεγγάρι

Και πήραν του Θεού τ' αρνί

Καντήλι και προσκυνητάρι

Και παρηγόρια μου στερνή

Κι εγώ στο ψήλωμα του Άη Γιάννη

Θα σπάσω τα καμπαναριά

Βαφτιστικέ του Μακρυγιάννη

Κορυδαλλέ του Μπαταριά (2)

Πώς γίνεται ο λόγος μουσική στα σπλάγχνα και τελετή, στην οποία μας έκανε την τιμή και τη χάρη να παριστάμεθα κάθε φορά κατ' ιδίαν, θαυμαστό και άξιο

το μυστήριό του έργο.

Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι προσωπική μας υπόθεση, καθενός χωριστά. Όχι του κράτους, όχι των φεστιβάλ, όχι των εορτών και πανηγύρεων. Είναι υπόθεση που διεγείρει μέσα μας το αίτημα για πολιτισμό, αισθητική, ελευθερία, καθρέφτισμα της εγκλωβισμένης μας ψυχής και αντάμωμά της νοερό με τον τόπο από όπου ήρθε κι έτσι νωπή κατοίκησε στο σώμα μας. Δεν λείπει ετούτο στους πολλούς, γι' αυτό μιλώ για υπόθεση σαφώς προσωπική. Να ανάβουμε ο καθένας το κερί του από τη φλόγα του έργου του κάθε νύχτα Μεγάλου Σαββάτου, Μεγάλου Ερωτικού, Μεγάλης Ερημίας, γιατί η μουσική του είναι μια Μεγάλη Βδομάδα Δημιουργίας και Παθών, και έχει μια Κυριακή που ξημερώνει, πάντα αναστάσιμη στο τέλος.

Απ' της μάνας μου τη μήτρα

Έχω μάθει ν' αγρυπνώ

Καίω θειάφι μέσ' τη χύτρα

Και διαβάζω τον καπνό

Όποιος ψηλά δεν πέταξε

δεν ξέρει τι 'ναι κάστρο

κι όποιος το φως δεν άγγιξε

ποτέ δεν γίνεται άστρο (3)

http://www.os3.gr/teyxos_64/music/MANOS_ARGYRARAKIS.jpg

πό μια παραξενιά της σχολικής μου πραγματικότητας στο Δημοτικό δεν έκανα Μυθολογία. Άρχισα να διαβάζω εκ των υστέρων, έφηβη σχεδόν. Πλην όμως, σκέφτομαι πως όταν υπάρχουν δημιουργοί άξιοι και πλήρεις, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, μας μεταφέρεται ο μύθος ολόκληρος και ακέραιος. Παρόν, παρελθόν, κοντινό και απώτερο, μέλλον, κοντινό και απώτερο, πως γίνεται αντίδωρο και το κοινωνούμε.

Έτσι νιώθω κάνοντας ακρόαση σε έργα όπως «Η εποχή της Μελισσάνθης», «Τα Παράλογα», «Κύκλος του C.N.S», «Μεγάλος Ερωτικός», «Σκοτεινή Μητέρα», σαν να εκκλησιάζομαι και σαν να λειτουργώ και εγώ την ίδια ώρα.

Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη

Τους προγόνους τους πουλούν

Κι ό,τι αρπάξουν δεν θα μείνει

Γιατί ευθύς μελαγχολούν (4)

http://www.os3.gr/teyxos_64/music/MANOS_KAZAN_.jpg

Είμαστε τυχεροί που μιλάμε αυτή τη γλώσσα που μελοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις. Μέλλον ποίησε με τον ακριβό λόγο του Νίκου Γκάτσου. Γιατί το έργο του, ο βίος και τα γραπτά του είναι σαν ασημένια ιερή ελιά που τον καρπό της χέρια να 'χεις να μαζεύεις. Ορίστε η κληρονομιά για τα πνευματικά παιδιά του. Νά ένας «καθρέφτης με το μαχαίρι» να κοιταχτούμε και να κόψουμε σκοινιά, δεσμά, ευτέλειες. Να ανοίξουμε γράμματα κλειστά ακόμα. Και ας μας τα έστελνε κάθε φορά που κάτι είχε να μας πει, και ας μην τα ανοίγαμε. Ήρθε ο καιρός.

Όσα νερά θολά και αν τρέχουν στα κανάλια, κι όσα δημόσιας σχέσης ρεύματα μας κατακλύζουν χρόνια τώρα με ηθελημένες «ηλιοφανείς» στάσεις ζωής ή πάλι ηθελημένες - κάθε που κάτι νιώθουμε και πάμε να το αρθρώσουμε- «κακοκαιρίες», εκείνο το «ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην» από το Άσμα Ασμάτων, στον «Μεγάλο Ερωτικό» γίνεται σχεδία και κιβωτός μέχρι το σπίτι μας, μέχρι την πόρτα κάποιου φίλου.

Όχι πως δεν υπάρχουνε άνθρωποι δικοί ή σαν δικοί, αλλά εκείνος ήταν έξοχος.

http://www.os3.gr/teyxos_64/music/MAN0S_TSAROYXHS.jpg

Σαν κήπος σε χωράφια.

Ναι η αγάπη θα ξαναζήσει

Πάλι με τον πόνο της

Το γκρέμισμά της πάλι θα αντικρίσει

Θα δει να χάνονται όλα

Κι όμως πάντα

Με το σκοτάδι μπρος

Με το σκοτάδι πίσω της

Πάντα και πάλι

Πάντα και ξανά

Πάντα θα ζει

Και πάντα θα είναι αγάπη (5)

 

 

Αναφορές:

1. Βασίλης Τσιτσάνης, από το τραγούδι

του «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι».

2. Νίκος Γκάτσος, τραγούδι «Ο αμνός

του Θεού» από το έργο «Τα παράλογα».

3. Νίκος Γκάτσος, τραγούδι «Χρησμοί της Σίβυλλας» από το έργο «Τα παράλογα».

4. Μάνος Χατζιδάκις, από το τραγούδι «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο».

5. Νίκος Γκάτσος, τραγούδι «Χρησμοί της Σίβυλλας» από το έργο «Τα παράλογα».

 

*Στις φωτογραφίες:

Ο Μάνος με τον Νίκο Γκάτσο.

Ο Μάνος 27 χρονών σε πρόβα ορχήστρας.

Με τον Μίνω Αργυράκη.

Με τον Ηλία Καζάν.

Ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Μάνος, ο Κάρολος Κουν και η Ραλλού Μάνου.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

 Κοινοποίηση

×
×
  • Create New...