Jump to content

Ανέκδοτα και αστεία!


KostasV
 Κοινοποίηση

Recommended Posts

Είναι ένας 'Aγγλος, ένα Γάλλος και ένας Αλβανός στο μουσείο και

κοιτάζουν ένα πίνακα με τον Αδάμ και την Εύα.

Ο 'Aγγλος λέει: "Κοιτάξτε τη γαλήνη και την ηρεμία που κυριαρχεί

στα πρόσωπά του. Σίγουρα πρέπει να ήταν 'Aγγλοι."

Ο Γάλλος λέει: "Μη λες μαλακίες, κοίτα τα κορμιά τους πόσο ωραία

είναι μέσα στη γύμνια τους. Πρέπει να ήταν Γάλλοι."

Λέει και ο Αλβανός: "Ρε σεις, τι λέτε; Δεν έχουν ρούχα, δεν έχουν στέγη,

έχουν μόνο ένα μήλο για να φάνε και τους λένε πως αυτό είναι

ο παράδεισος. Σίγουρα είναι Αλβανοί."

Link to comment
Share on other sites

Είναι Δευτέρα πρωί και τα παιδάκια στη τάξη του Μπόμπου

προσπαθούν να προσαρμοσθούν από τη μουργέλα του Σαββατοκύριακου.

Η δασκάλα, αφού τα καλωσορίζει, ρωτά κάθε ένα παιδάκι που πήγε την Κυριακή:

Δασκάλα: Εσύ Μαρία πού πήγες;

Μαρία: Εγώ κυρία πήγα με τον μπαμπά μου και τη μαμά μου στο λούνα πάρκ.

Δασκάλα: Εσύ αγόρι μου Γιωργάκη πού πήγες;

Γιωργάκης: Εγώ κυρία πήγα με τη μαμά σε κουκλοθέατρο.

Αφού ρώτησε λοιπόν όλα τα παιδάκια, τι να κάνει στο τέλος

αναγκάστηκε να ρωτήσει και το Μπόμπο:

Δασκάλα: Για πες μας κι εσύ Μπόμπο πού πήγες;

Μπόμπος: Εγώ κυρία πήγα με τους γονείς μου και παρακολούθησα όπερα.

Δασκάλα: Όπερα;;!! Μα αυτό Μπόμπο είναι θαυμάσιο. Θυμάσαι

μήπως να μας πεις και πιο έργο είδατε;

Μπόμπος: Τι να σας πω κυρία, δεν θυμάμαι πολύ καλά, πρέπει να

ήτανε... ή η Τόσκα του Πουτσίνι ή η Πούτσα του Τοσκίνι.

 

===========================================

 

Η δασκάλα στο σχολείο ζήτησε από τα παιδιά να φέρουν το καθένα

από μια συσκευή για να εξηγήσουν τη λειτουργία της. Η

Αννούλα φέρνει ένα γκαζάκι. "Μπράβο, Αννούλα!", λέει η δασκάλα. Ο

Μπόμπος φέρνει μια φιάλη οξυγόνου.

"Μπράβο, Μπόμπο. Πού τη βρήκες τη φιάλη;", ρωτά η δασκάλα.

"Την πήρα από τον παππού μου, κυρία.", λέει ο Μπόμπος.

"Καλά, και τι σου είπε ο παππούς σου;", ρωτά η δασκάλα.

"Τίποτα, κυρία. Έκανε μονάχα: 'Ααααχ'!".

Link to comment
Share on other sites

Αρχικό Μήνυμα από τον Bayern7

 

Συνέχεια

 

Σκηνικό: Μια μεγάλη σάλα, ένα μακρόστενο τραπέζι σκεπασμένο με κάθε είδους φαγητά.

................................

................................

................................

- Και τώρα, που θα βρω τριάντα αργύρια;

 

Συνεχίζεται...

 

 

Συνέχεια

 

Σκηνικό: Χάραμα. Έντεκα νοματαίοι στην ακτή μιας λίμνης κάπου έξω από την Ιερουσαλήμ. Στον ορίζοντα φαίνεται να πλησιάζει ένας ρασοφορεμένος μαλλιάς (και με μούσια) πάνω σε ένα γαϊδούρι. Φτάνει τους υπόλοιπους έντεκα, ξεπεζεύει, του φιλάνε το χέρι σαν ένδειξη σεβασμού και αρχίζει να τους μιλάει:

- Σας κάλεσα σήμερα εδώ, γιατί έχω μια πολύ σοβαρή ανακοίνωση να σας κάνω. Κύριοι, η δημοτικότητα μας έχει πέσει πολύ τον τελευταίο καιρό. Ελάχιστοι πια εμφανίζονται στα κηρύγματα. Οι περισσότεροι έχουν βαρεθεί. Πρέπει να ξανακερδίσουμε τους οπαδούς μας. Αποφάσισα λοιπόν ότι θα πρέπει να κάνουμε ένα θαύμα για να εντυπωσιάσουμε τα πλήθη και να ανεβούν τα ratings μας. Και επειδή, τα συνηθισμένα όπως ανάσταση νεκρών, αποκατάσταση όρασης σε τυφλούς, μετατροπή νερού σε αλκοόλ και τα λοιπά, έχουν όλα ξαναδοκιμαστεί και δεν τραβάνε πια, αυτή τη φορά θα κάνουμε κάτι εντελώς διαφορετικό: Θα περπατήσουμε στο νερό.

Σούσουρο μεταξύ των μαθητών, και ο δάσκαλος συνεχίζει:

- Αυτός είναι και ο λόγος που σας κάλεσα σήμερα εδώ. Ελπίζω να έχετε φέρει μαζί σας αυτά που σας ζήτησα. Ξεκινάμε ευθύς αμέσως τις προπονήσεις. Στο μεταξύ θα οργανώσουμε καμπάνια για να διαφημίσουμε το γεγονός σε όλα τα Ιεροσόλυμα. Άν είστε όλοι εδώ, ξεκινάμε με κολύμπι.

Ο Πέτρος προχωρά μπροστά.

- Δάσκαλε, είμαστε όλοι εδώ, εκτός από τον Ιούδα. Είχε κάτι οικογενειακές υποχρεώσεις και δεν τα κατάφερε να έρθει.

- Δεν πειράζει, θα εμφανιστεί αύριο είμαι σίγουρος. Στο μεταξύ, εμείς ξεκινάμε. Βάλτε όλοι τα μαγιό σας.

Οι μαθητές αλλάζουν και ξεκινάνε κολύμπι. Μετά τρέξιμο, κάμψεις και βαράκια. Η μέρα περνά σιγά-σιγά ...

Την επομένη, το χάραμα και πάλι έντεκα νοματαίοι περιμένουν τον Κύριο τους, που έρχεται με το γαϊδουράκι.

- Ήρθε σήμερα ο Ιούδας;

- Κύριε μου, είπε ότι έπρεπε να αγοράσει σανό για τα ζώα του και δεν θα προλάβαινε να έρθει. Είπε ότι θα έρθει σίγουρα αύριο.

- Καλά, ξεκινήστε εσείς, και βλέπουμε.

Οι μέρες περνούν και ο Ιούδας χάνει τη μια προπόνηση μετά την άλλη. Ώσπου έρχεται η μεγάλη μέρα ...

Πρωινό. Δώδεκα άτομα περιμένουν στη ακτή της λίμνης. Στους γύρω λόφους, χιλιάδες άτομα με το φαγητό τους και ένα σωρό πανό. Συνθήματα, φωνές, πάρτε τους τα μυαλά, είσαι ο αρχηγός μας, ντουντούκες, μπουρούδες, τύμπανα, χαλασμός. Οι δώδεκα στην ακτή δείχνουν ανήσυχοι. Ο Χριστός λέει στον Πέτρο:

- Μα καλά, που διάολο είναι ο Ιούδας; Πρέπει να ξεκινήσουμε σε πέντε λεπτά.

Στον ορίζοντα ένα σύννεφο σκόνης εμφανίζεται. Ο Ιούδας, καταφτάνει πάνω σε ένα καταϊδρωμένο άλογο:

- Συγνώμη, κύριε μου, ξέρω ότι δεν εμφανίστηκα όλη τη βδομάδα, αλλά είχα υποχρεώσεις, έπρεπε να κάνω αγορές, έπρεπε να κοιτάξω τη σοδειά, η γυναίκα μου γεννούσε ...

- Καλά, καλά δεν έχουμε τώρα ώρα για αυτά. Βάλε τα ρούχα και ξεκινάμε.

Οι Δεκατρείς παρατάσσονται. Ο Χριστός σηκώνει τα χέρια του στον ουρανό και τα πλήθη στους λόφους παραληρούν. Φωνές, ιαχές, συνθήματα, καθώς οι δεκατρείς αρχίζουν να μπαίνουν στο νερό χωρίς να βουλιάζουν. Κάποια στιγμή, ο Ιάκωβος που ήταν προτελευταίος (τελευταίος ήταν ο Ιούδας), φωνάζει στον Χριστό (που ήταν μπροστά):

- Χριστέ, Χριστέ, το νερό μέχρι τα γόνατα του Ιούδα. Κάνε κάτι.

- Άσε με τώρα, προχώρα. Δεν μπορώ, χαιρετάω τα πλήθη.

Πέντε λεπτά μετά, ο Ιάκωβος κράζει πάλι τον Ιησού:

- Χριστέ, Χριστέ, το νερό μέχρι τη μέση του Ιούδα.

- Παράτα μας, Jake. Δεν βλέπεις ότι ευλογώ τα πλήθη τώρα;

Δύο λεπτά μετά, ενώ η πομπή τα πήγαινε πολύ καλά και σχεδόν είχε φτάσει στο ένα τρίτο της λίμνης, ο Ιάκωβος φωνάζει πάλι του Ιησού:

- Jesus, Jesus, το νερό μέχρι το λαιμό του Ιούδα. Κάνε κάτι θα μας πνιγεί.

- Ρε γαμώτο. Άντε ρε Ιάκωβε, δείχτου που έχουμε βάλει τα πασαλάκια να πατάει απάνω, γιατί θα γίνουμε ρεζίλι ...

 

Συνεχίζεται...

 

Zaf©

Link to comment
Share on other sites

Ο Βαζελας χανει αλλο ενα ματς και ο κοσμος αγανακτει.

Εισβαλλουν λοιπον στα αποδυτηρια, και τους κανουν τοπι στο ξυλο.

Τοτε ο Κωνσταντινου σκεφτεται μια ιδεα: Θα φερω μια στολη αστυνομικου στα αποδυτηρια, ωστε αμα ξαναγινουν επεισοδια, τη φοραω και φευγω ανετα! Οντως ξαναγινονται επεισοδια, ο Κωνσταντινου φοραει γρηγορα τη στολη, κανεις δεν τον αναγνωριζει, και φευγει.

Οπως περπαταει στο δρομο, του φωναζει μια γριουλα: Κωνσταντινου παιδακι μου, θα με περασεις απεναντι; Τρελλαινεται ο Μιχαλης. Καλα, εδω ξεφυγα απο τους οπαδους που με βλεπουν συνεχεια, και με αναγνωρισε η γρια; Αλλη μερα ξαναγινονται επεισοδια.Ο Κωνσταντινου το σκαει με το γνωστο τροπο, αλλα πεφτει παλι πανω στη γρια: Κωνσταντινου παιδακι μου, θα με περασεις απεναντι; Κοκκαλο ο Μιχαλης! "Την επομενη φορα θα τη ρωτησω πως με αναγνωριζει"...

Στα επομενα επεισοδια την κοπαναει ξανα απο τους οπαδους,αλλα συνανταει παλι τη γρια: Κωνσταντινου παιδακι μου, θα με περασεις απεναντι; Θα σε περασω γιαγια, αλλα πες μου κατι: Εδω δεν με αναγνωριζουν οι οπαδοι, εσυ πως με αναγνωριζεις;

Οποτε λεει η γρια: Σκασε ρε μαλακα, ο Μπασινας ειμαι!

:lol: :lol: :lol: :lol: :lol:

Link to comment
Share on other sites

Αρχικό Μήνυμα από τον Bayern7

 

Συνέχεια

 

Σκηνικό: Χάραμα. Έντεκα νοματαίοι στην ακτή μιας λίμνης κάπου έξω από την Ιερουσαλήμ.

...................................................

...................................................

...................................................

- Jesus, Jesus, το νερό μέχρι το λαιμό του Ιούδα. Κάνε κάτι θα μας πνιγεί.

- Ρε γαμώτο. Άντε ρε Ιάκωβε, δείχτου που έχουμε βάλει τα πασαλάκια να πατάει απάνω, γιατί θα γίνουμε ρεζίλι ...

 

Συνεχίζεται...

 

 

Συνέχεια

 

Σκηνικό: Γολγοθάς. Αργά το απόγευμα. Ο ορίζοντας κόκκινος. Ο Ιησούς πάνω στο σταυρό, στην κορυφή του λόφου. Δείχνει πραγματικά κουρασμένος. Ήταν εκεί πάνω όλη μέρα σχεδόν. Έξαφνα, σηκώνει το γερμένο από την κούραση κεφάλι του, κοιτάζει ολόγυρα, και φωνάζει:

- Πέτρο ...

Ο Πέτρος που ήταν κουρνιασμένος κάπου παραπέρα και σκέφτονταν για τη ζωή, το σύμπαν, και τα πάντα, ακούει τη φωνή του δασκάλου του που τον φωνάζει. Αμέσως σηκώνεται όρθιος και φορτσάτος τρέχει να δει τι θέλει ο κύριος του. Διανύει τρέχοντας καμιά εικοσαριά μέτρα και πέφτει επάνω στον κλοιό που είχαν σχηματίσει οι ρωμαίοι στρατιώτες γύρω από το σταυρό. Ο ρωμαίος εκατόνταρχος τον βουτάει από τον χιτώνα:

- Τι θες εσύ;

- Αφήστε με να περάσω, με ζητάει ο κύριος μου.

- Μαθητής του είσαι; δεν έχεις να πας πουθενά.

Τον πλακώνουν στις σφαλιάρες και στα μπουκέτα και τον παρατάν αιμόφυρτο μερικά μέτρα πιο κάτω από τους πρόποδες του λόφου. Πέντε λεπτά μετά, ο μισολιπόθυμος Πέτρος ακούει σαν μέσα σε όνειρο τη φωνή του δασκάλου του:

- Πέτρο ...

Πετάγεται με νέα δύναμη, τρέχει προς την κορυφή και γκελάρει πάνω στον κλοιό των ρωμαίων στρατιωτών.

- Τι διάολο θέλεις πάλι; του λέει ο εκατόνταρχος πιάνοντας τον από το βρώμικο χιτώνα του.

- Αφήστε να περάσω, σας λέω, με φωνάζει ο κύριος μου, διαμαρτύρεται με απόγνωση ο Πέτρος.

- Δεν έχεις να πας πουθενά, λέει εκατόνταρχος.

Η φρουρά τραβάνε τα σπαθιά τους, χρατς, χρουτς, άοουυ, μπουνιές, αίματα, καρπαζιές, τον παρατάν σχεδόν λιπόθυμο, να αιμορραγεί και να παραμιλά στους πρόποδες του λόφου. Δεν περνάν πέντε λεπτά, και ο Ιησούς φωνάζει για τρίτη φορά τον καλύτερο μαθητή του:

- Πέτρο ... Πέτρο ...

Ο Πέτρος σηκώνεται τρεκλίζοντας, σκαρφαλώνει τον λόφο, πέφτει με φόρα πάνω στη ρωμαϊκή φρουρά, χτυπάει μερικούς, μαζεύει μερικές σπαθιές, μερικές μπουνιές στα πλευρά, σέρνεται, φωνάζει, παλεύει, καταφέρνει να φτάσει στη βάση του σταυρού με τη ρωμαϊκή φρουρά να το κυνηγάει να τον σκοτώσει. Σηκώνει το κεφάλι προς τον κύριο του:

- Τι θέλεις, Κύριε μου;

- Κοίτα Πέτρο, λέει ο Χριστός. Από εδώ επάνω φαίνεται το σπίτι σου.

 

Συνεχίζεται...

 

zaf©

Link to comment
Share on other sites

Μετά από λίγα χρόνια γάμου, ένα ζευγάρι έχει σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας. Για να μη διαλύσουν τον γάμο τους, αποφασίζουν να επισκεφθούν έναν κοινωνικό λειτουργό.

- "Τι πρόβλημα έχετε;" ρωτάει εκείνος.

Αμέσως, ο άντρας κατεβάζει μια μούρη μέχρι το πάτωμα και δεν βγάζει τσιμουδιά, ενώ η γυναίκα του, αρχίζει να μιλάει ασταμάτητα για όλα τα στραβά του γάμου. Μετά από κάνα τέταρτο,ο κοινωνικός λειτουργός την πλησιάζει, την πιάνει από τους ώμους και τη φιλάει στο στόμα με πάθος για μερικά λεπτά. Η γυναίκα μένει άφωνη.

- "Είδατε;" λέει στον σύζυγο. "Αυτό χρειάζεται η γυναίκα σας δυο φορές την εβδομάδα κι όλα τα προβλήματα σας θα λυθούν!"

- "Εντάξει," λέει ο σύζυγος. "Μπορώ να την φέρνω Δευτέρα και Πέμπτη..."

 

_________________________

 

Μια μέρα ήταν ο Τοτός και η αδελφή του η Τοτίνα. Τα παιδιά πήγαιναν πάντα μαζί με τους γονείς τους όπου και αν πήγαιναν αυτοί. Μια μέρα λέει ο πατέρας στη μητέρα:

- "Τι μπελάς μας βρήκε ρε γυναίκα, αυτά τα παιδιά έρχονται συνέχεια όπου πάμε και εμείς, ούτε να γ.... μπορούμε."

Κάθονται και οι δύο σκεπτικοί και σε μια στιγμή ο πατέρας βρίσκει μια ιδέα:

- "Θα πλένεις εσύ τα πιάτα και θα έχεις τα παιδιά μαζί σου ενώ εγώ θα κάνω μπάνιο, θα σπάσεις ένα πιάτο και θα έρθεις μέσα στο μπάνιο και θα γ....."

Πλένει η μαμά τα πιάτα, σπάει ένα πιάτο κάνει ότι κόπηκε και πάει στο μπάνιο για να το πλύνει. Κλειδώνει την πόρτα ο πατέρας και αρχίζουν να γ.... Πάει και Τοτός και κοιτάει από την κλειδαρότρυπα να δει τι γίνεται. Βλέπει τον μπαμπά να γ.... την μαμά. Γυρνάει τότε ο Τοτός και λέει στην Τοτίνα:

- "Τοτίνα μην σπάσεις κανένα πιάτο... Θα μας γ.... ο πατέρας.

Link to comment
Share on other sites

Ήταν μια μέρα δυο πατεράδες και τσακωνόντουσαν ποιανού το παιδί ήταν πιο χαζό. Λέει ο πρώτος:

- "Άσε ο δικός μου γιος είναι πολύ χαζός."

- "Τι λες τώρα;" λέει ο άλλος, "ο δικός μου είναι πιο χαζός, κοίταξε να δεις. Έλα δω γιόκα μου. Πάρε ένα ευρώ και πήγαινε πάρε μου ένα πιάνο. Τον είδες; Πάει."

- "Που να δεις τον δικό μου" λέει ο άλλος, πρόσεξε "έλα εδώ γιόκα μου, πήγαινε στο καφενείο να δεις άμα είμαι εκεί. Τον είδες τον μαλάκα πάει!..."

Μετά από λίγη ώρα τα δύο παιδιά συναντιούνται στο δρόμο και λέει ο ένας:

- "Τι μαλάκας που είναι ο πατέρας μου, μου έδωσε ένα ευρώ να του αγοράσω πιάνο και δεν μου είπε τι μάρκα θέλει."

- "Που να δεις ο δικός μου," λέει ο άλλος "με έστειλε να δω άμα είναι στο καφενείο λες και δεν μπορούσε να πάρει τηλέφωνο!"

 

__________________________________

 

Ένα πρωί πλησιάζει στο συνοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς ένας τύπος καβάλα σε ένα ποδήλατο. Στους ώμους του κρέμονται δύο σάκοι.

- "Επ, που πάς εσύ", τον ρωτάει με καχυποψία ο φύλακας. "Τι έχεις μέσα στους σάκους;"

- "Άμμο", απαντάει ο τύπος.

- "Τι άμμο και μαλακίες μου λες. Χθεσινός είμαι; Κατέβα αμέσως για έλεγχο."

Κατεβαίνει αυτός και αρχίζει να ψάχνει ο τελωνιακός μέσα στην άμμο. Μετά από δύο ώρες ψαξίματος δε βρίσκει τίποτα και αφήνει τον τύπο να περάσει.

Την άλλη μέρα το πρωί η ίδια δουλειά. Ο τύπος με το ποδήλατο πλησιάζει, το σταματάει ο τελωνιακός, του παίρνει τους σάκους και μετά από τέσσερεις ώρες επίμονου ψαξίματος τον αφήνει να περάσει.

Την τρίτη μέρα να σου πάλι ο τύπος, καβάλα στο ποδήλατο με τους δύο σάκους να κρέμονται στου ώμους του.

- "Ρε γαμώτο, πάλι εσύ; Τι θα γίνει με την περίπτωση σου; λέγε τι κουβαλάς μέσα στους σάκους."

- "Άμμο."

- "Καλάααα... Κατέβα για έλεγχο."

Έξι ώρες παιδευόταν ο τελωνιακός. Εξέτασε την άμμο κόκκο προς κόκκο αλλά τίποτα.

Επί έξι μήνες, κάθε πρωί ο τύπος ερχότανε, έπινε τον καφέ του όσο ο τελωνιακός ξεσκιζότανε να βρει κάτι μέσα στην άμμο και πέρναγε απέναντι καβάλα στο ποδηλατάκι του με τους δυο σάκους άμμο. Μέχρι στο χημείο του κράτους είχε στείλει την άμμο ο τελωνιακός μπας και βρει τίποτα ύποπτο αλλά τίποτα. Κόντευε να τρελαθεί.

Ένα πρωί δεν άντεξε και του λέει:

- "Άκου να δεις φίλε, δεν αντέχω να σε ψάχνω άλλο. Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά, κι εγώ σου υπόσχομαι ότι ούτε θα σε συλλάβω, ούτε θα σε πειράξω, ούτε τίποτα."

- "Εντάξει."

- "Κάνεις λαθρεμπόριο;"

- "Κάνω."

- "Και τι διάολο βγάζεις λαθραία απ` τη χώρα τόσο καιρό;"

- "Ποδήλατα."

Link to comment
Share on other sites

Μπαίνει ένα άλογο σε ένα φούρνο και λέει στον φούρναρη:

- "Μια φρατζόλα παρακαλώ."

- "Μα άλογο δεν είσαι!;", του λέει ο φούρναρης γεμάτος έκπληξη.

- "Ναι, έχεις κανά πρόβλημα ρε φίλε; Άντε τελείωνε, έχουμε και δουλειές!", του απαντάει θυμωμένο το άλογο.

- "Όχι. Εγώ, δεε. .", του δίνει το ψωμί και το άλογο φεύγει, ενώ ο φούρναρης καθώς σταυροκοπιόταν, έλεγε:

- "Θεός φυλάξει! Τι άλλο θα δούμε σήμερα!;"

Μετά από 2 λεπτά μπαίνει πάλι το άλογο μέσα και λέει:

- "Ρε φίλε, μήπως έχεις μια σακούλα γιατί είμαι με το μηχανάκι."

 

_________________________

 

Ο Κωστίκας ήταν βοσκός και αποφασίζει να πάει για δουλειά στη Γερμανία γιατί δεν ήταν ικανοποιημένος με τα λεφτά που έβγαζε. Αφήνει τα πρόβατα του στο Γιωρίκα και φεύγει. Μετά από πολλά χρόνια γυρίζει ο Κωστίκας από την Γερμανία και βρίσκει το φίλο του τον Γιωρίκα στο καφενείο. Τον ρωτάει με μεγάλη αγωνία τι γίνεται με τα πρόβατα του.

Ο Γιωρίκας του απαντάει ότι συνέβησαν 5 αρνητικά και 1 θετικό γεγονός. Πες μου λέει ο Κωστίκας τα αρνητικά που είναι πιο πολλά.

ΓΙΩΡΙΚΑΣ- Θυμάσαι το τσοπανόσκυλο που είχες; Τον Μήτσο;

ΚΩΣΤΙΚΑΣ- Ναι. Τι έπαθε;

ΓΙΩΡΙΚΑΣ- Τον πάτησαν τα πρόβατα πάνω στον πανικό τους και ψόφησε.

ΚΩΣΤΙΚΑΣ- Ποιόν πανικό;

ΓΙΩΡΙΚΑΣ- Πήρε φωτιά το μαντρί.

ΚΩΣΤΙΚΑΣ- Τι; Και πως πήρε φωτιά το μαντρί;

ΓΙΩΡΙΚΑΣ- Είχαμε ξεχάσει ένα κερί αναμμένο από το μνημόσυνο της μάνας σου.

ΚΩΣΤΙΚΑΣ- Τι; Πέθανε η μάνα μου και δε μου είπατε τίποτα; Και η μάνα μου πως πέθανε;

ΓΙΩΡΙΚΑΣ- Aπό τη στεναχώρια επειδή είχε πεθάνει ο πατέρας σου.

ΚΩΣΤΙΚΑΣ- Πέθανε και ο πατέρας μου και εγώ δεν ξέρω τίποτα; Τέσσερα αρνητικά μου είπες και ένα θετικό. Ποιο είναι το θετικό;

ΓΙΩΡΙΚΑΣ- Θυμάσαι το τεστ που είχες κάνει για ΑΙΤΖ;

ΚΩΣΤΙΚΑΣ- Το θυμάμαι.

ΓΙΩΡΙΚΑΣ- Ε βγήκε θετικό!

Link to comment
Share on other sites

Πάει ο Αϊ Βασίλης σε τρία αδέλφια για να τα ρωτήσει τι Χριστουγενιάτικο δώρο θέλουν. Πάει λοιπόν στον πρώτο και τον ρωτάει τι θέλει και αυτός του απαντάει:

- "Θέλω μια Porsche κάμπριο, διθέσια, τούρμπο με ΑΒS και αερόσακους."

Ο Αϊ Βασίλης το σημειώνει και πάει στο δεύτερο για να του κάνει την ίδια ερώτηση. Ο δεύτερος του λέει:

- "Εγώ θέλω μια Πόρσε Καρρέρα, κόκκινη με αεροτομή, αερόσακους και ABS. Ο Αϊ Βασίλης το σημειώνει πάει και στον τρίτο και του κάνει την ίδια ερώτηση. Ο τρίτος του λέει:

- "Ξέρεις Αϊ Βασίλη, όταν ήμουν μικρός είχα ένα ατύχημα και... έχασα το αριστερό μου αρχίδι. Θέλω λοιπόν ένα αρχίδι."

Τότε βλέπει τον Αϊ Βασίλη να σημειώνει μια Πόρσε. Αμέσως του λέει:

- "Μα δε θέλω Πόρσε, ένα αρχίδι θέλω!"

Και ο Αϊ Βασίλης του απαντά:

- "Γιατί οι άλλοι τι νομίζεις ότι θα πάρουν!"

 

___________________________

 

Είναι ένας τυφλός κι εκεί που πηγαίνει κουτουλάει κατά λάθος κάποιον:

- "Εεεεε, προσέξτε λίγο κύριε μου."

- "Ωω, χίλια συγνώμη, δε σας είδα, είμαι τυφλός ξέρετε."

- "Κι εγώ τυφλός είμαι", λέει ο άλλος.

- "Σοβαρά; Ωραία τότε, τώρα που γνωριστήκαμε, να βλεπόμαστε."

 

_______________________

 

Πάει μια μέρα ένας σε ένα παπά για να εξομολογηθεί.

Του λέει λοιπόν :

- "Πάτερ μου αμάρτησα, τότε στον πόλεμο του 40 έκρυψα έναν άνθρωπο στο υπόγειο μου."

- "Τέκνο μου αυτό δεν είναι αμαρτία, βοήθησες έναν συνάνθρωπό σου", του λέει ο παπάς.

Τότε λοιπόν του ξαναλέει:

- "Ναι όμως πάτερ μου του έπαιρνα και 20 χιλιάδες το μήνα."

Το σκέφτεται ο παπάς και του λέει:

- "Α! παιδί μου αυτό είναι βέβαια αμαρτία, αλλά μπορώ να στο συγχωρήσω."

Και τότε ο εξομολογούμενος τον ρωτάει δειλά:

- "Πάτερ μου να του πω ότι τελείωσε ο πόλεμος;"

Link to comment
Share on other sites

Σε ένα χωριό ξεχασμένο από το Θεό, οι κάτοικοι δεν είχαν τι άλλο να κάνουν και οργάνωσαν σκυλομαχίες.

Εκείνη την ημέρα το πιτ-μπουλ του Προέδρου του χωριού, είχε ένα "ραντεβουδάκι" στην αρένα με το σκύλο του κυρ Μήτρου του τσέλιγκα.

Καταφθάνουν οι αντίπαλοι και ο Πρόεδρος βάζει τα γέλια βλέποντας ένα κουρεμένο κατάλευκο με κορδέλες και παπιγιόνια, κανίς του κυρ Μήτρου, να θέλει να μπει στην αρένα.

Το πίτ-μπουλ λυσσασμένο, έβγαζε αφρούς από το στόμα και τα αυτιά, θέλοντας να ξεσκίσει το φλώρικο κανίς.

Μπήκαν τα στοιχήματα, ξεκινά ο αγώνας και ώ!! δια του θαύματος το κανίς αρπάζει το πιτ-μπουλ από το σβέρκο και του τον ξεριζώνει. Του κόβει τα πόδια, τρώει και την ουρά του, κάτω από το περήφανο βλέμα του κυρ Μήτρου, αφήνοντας έκπληκτους όλους τους τσομπαναραίους που έβλεπαν τον αγώνα.

Εκνευρισμένος ο Πρόεδρος, από το ρεζιλίκι, πάει πάνω από το μισοπεθαμένο πιτ-μπουλ και αρχίζει να του κατεβάζει καντίλια:

- "Αϊ ρι χαμένου βρουμόσκυλο. Κατηραμένε κουπρίτη, τούσα λεφτά ίδωκα να σι ικπιδεύσουν κι να σι ξιφτίλις τούτο του βρουμοκανίς! Τζάμπα πήγαν ούλα τα μαθήματα που σου γινήκανε, χαμένου κουρμί. Φτού σου!"

- "Αυτού ουρέ Πρόεδρε, διν είν τίποτις" απαντά ο τσέλιγκας.

- "Ιμένα να ειδείς, που ξούδεψα ουλόκληρα χρούνια για να κάμου τουν κoρκόδειλα κανίς!"

 

_________________

 

Ήταν η κοκκινοσκουφίτσα και πήγαινε στην καλή γιαγιά της. Εκεί που πήγαινε βλέπει κάτι πολύ ωραία λουλούδια πάει να πάρει ένα μπουκέτο για να πάει στη γιαγιά της. Πίσω από ένα δέντρο βλέπει τον κακό λύκο καθισμένο και λέει:

- "Γειά σου λύκε", και απαντάει ο λύκος:

- "Γειά σου" και σηκώνεται και φεύγει.

Ενώ η κοκκινοσκουφίτσα συνέχιζε να κόβει λουλούδια πίσω από ένα άλλο δέντρο βλέπει πάλι τον κακό λύκο και λέει:

- "Λύκε γιατί έχεις μεγάλα αυτιά;" και λέει ο λύκος

νευριασμένος:

- "Γιά να ακούω καλύτερα" και σηκώνεται και φεύγει.

Η κοκκινοσκουφίτσα συνεχίζει να κόβει λουλούδια και βλέπει πάλι τον κακό λύκο καθισμένο πίσω πάνω σε ένα δέντρο και πριν προλάβει να μιλήσει η κοκκινοσκουφίτσα λέει ο κακός λύκος:

- "θα με αφήσεις να χέσω ήσυχος;"

Link to comment
Share on other sites

Αρχικό Μήνυμα από τον Bayern7

 

Συνέχεια

 

Σκηνικό: Γολγοθάς. Αργά το απόγευμα. Ο ορίζοντας κόκκινος.

..................................................

..................................................

..................................................

- Τι θέλεις, Κύριε μου;

- Κοίτα Πέτρο, λέει ο Χριστός. Από εδώ επάνω φαίνεται το σπίτι σου.

 

Συνεχίζεται...

 

zaf©

 

 

Συνέχεια

 

Σκηνικό: Ένα μπαρ. Αργά. Δύο φίλοι κάθονται και τα πίνουν πάνω στα ψηλά σκαμπό. Ο ένας είναι άνθρωπος της νύχτας, έμπειρος, άνετος. Ο δεύτερος είναι άσχετος με τέτοια κόλπα, ανήσυχος και όλο και στριφογυρίζει στο σκαμπό του.

Σε μια στιγμή, η πόρτα του μαγαζιού ανοίγει, αγέρας δυνατός σηκώνεται, και μια ψηλή, ξανθιά, με μεγάλα γαλάζια μάτια, ψηλά μήλα, ολόσωμο strech μίνι, γόβα στιλέτο και βλέμμα που θα σκότωνε και τον Clint Eastwood στους ρόλους του σαν Dirty Harry, βαδίζει περήφανα μέσα.

Όλα τα κεφάλια στο μαγαζί γυρνάνε σε συγχρονισμό (σγοουοσσ) και ο δεύτερος από τους ήρωες (ο ψαρωμένος) κινδυνεύει να πέσει από το σκαμπό προς μια στιγμή, αλλά ο φίλος του τον πιάνει από το μπράτσο.

Η κοπελιά περπατάει προς το μπαρ και διαλέγει το διπλανό σκαμπό για να καθίσει. Παραγγέλνει ένα μαρτίνι (κουνημένο, όχι χτυπημένο).

Ο ήρωας μας δεν μπορεί να συνέλθει. Παραμιλάει στον φίλο του, κοιτώντας όλη την ώρα την ξανθιά:

- Θεέ μου, φοβερή γυναίκα. Είναι ... είναι το κάτι άλλο. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο ποτέ πριν στη ζωή μου. Είναι καταπληκτική.

Ο φίλος του, ψύχραιμος και ατάραχος, σχολιάζει:

- Καλή είναι ...

- Μα τι με λες, είναι φοβερή. Απλώς καλή; Είναι Θεά, Θεά σου λέω. Πρέπει να της μιλήσω, πρέπει. Πρέπει να πάω εκεί που κάθεται και να τη γνωρίσω. Αλλά, πως να το κάνω αυτό; Θα με αγνοήσει, ή χειρότερα μπορεί και να μου κακομιλήσει. Θεέ μου, δεν θα το αντέξω. Τι θα κάνω;

- Έλα μωρέ, μην είσαι τόσο ανήσυχος. Θα την πλησιάσεις ήρεμος και θα της πεις κάτι τρυφερό και γλυκό. Θα μπορούσες για παράδειγμα να αρχίσεις με κάτι σαν: Δεσποινίς, έχετε μάτια σαν τη γαλάζια θάλασσα.

- Έχετε μάτια σαν τη γαλάζια θα.... ΜΑ ΤΙ μου λες, δεν θα αντέξω, πως θα πείσω τον εαυτό μου να πει κάτι τέτοιο, δεν μπορώ, πως να το κάνω, Θεέ μου είναι τόσο όμορφη ...

- Κοίτα, αυτά τα πράγματα θέλουν ψυχραιμία. Θα σηκωθείς ήρεμος, θα κάνεις δύο βήματα και απλά θα της πεις: Έχετε μάτια σαν τη γαλάζια θάλασσα.

- Μάτια σαν τη γαλάζια θάλασσα ... ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΣΟΥ ΛΕΩ, δεν μπορώ, τι να κάνω. Σαν τη γαλάζια θάλασσα ... θάλασσα ...

Αποφασιστικά, σηκώνεται από τα σκαμπό, και χωρίς να σκεφτεί δεύτερη φορά, στρίβει απότομα για να αντιμετωπίσει την ξανθιά και το σκαμπό της. Τη στιγμή που ετοιμάζεται να αρθρώσει τα προδιαλεγμένα λόγια, η κοπελιά, που καθόλη τη διάρκεια ήταν γυρισμένη προς την άλλη μεριά του μπαρ, σηκώνεται και αρχίζει να βαδίζει προς τις γυναικείες τουαλέτες. Ο ήρωας παθαίνει ένα ελαφρύ εγκεφαλικό. Αυτό ήταν απρόσμενο. Τι να κάνει τώρα; Προσπαθεί να σκεφτεί. Δεν μπορεί να αργήσει πολύ. Το βρήκε: θα προβάρει την ατάκα του μπροστά στον καθρέφτη του μπαρ. Στρίβει ελαφρά για να τον βλέπει και δοκιμάζει:

- Δεσποινίς, έχετε γαλάζια σαν την ... όχι δεν το είπε έτσι. Εεεε, Έχετε μάτια σαν τη γαλάζια θάλασσα. Όχι, δεν βγαίνει καλό. Θα ήθελα να σας πω ότι, τα μάτια σας μου θυμίζουν τη γαλάζια θάλασσα. Σκατά, δεν ακούγεται καλά, πρέπει να βρω την καλύτερη δυνατή διατύπωση. Τα μάτια σας, είναι σαν τη γαλάζια θάλασσα ...

Λίγα λεπτά περνούν και η εν λόγω κοπελιά εμφανίζεται να επιστρέφει από τις γυναικείες τουαλέτες πίσω στο ποτό της. Ο ήρωας, αναπνέει βαθιά, προσπαθεί να μην σκέφτεται πολύ, και μόλις η κοπελιά κάθεται πίσω στο σκαμπό της, την πλησιάζει και της λέει:

- Εεε, Τα μάτια σας, είναι γαλάζια σαν τη θάλασσα.

Η κοπελιά, γυρίζει αργά, τον κοιτάει απορημένα, κάνει ακριβώς μια σωστής διάρκειας παύση, και του λέει χαμογελώντας:

- Ναι, και εσύ είσαι πολύ ωραίος. Μ' αρέσεις.

(αμηχανία)

- Εεεε, εμμμ, εε

(εσωτερικός πανικός)

Αααα, οοο, εμμμ,... έχεζες μέσα, έ;

 

Συνεχίζεται...

 

zaf©

Link to comment
Share on other sites

Ηταν μια γυναικα "αμαρτωλη" και παει για εξομολογηση. Λεει στον παπα "Αμαρτησα,προχθες το αγορι μου ηθελε να με φιλισει και δεν αντεξα και φιλιθηκαμε"

Παπας- Στο στομα?

Γυν - Ναι

Βγαζει ο παπας το κομπιουτερακι παταει τα κουμπια και της λεει " Για αφεση αμαρτιων θα ερχεσαι καυε μερα στη εκκλησια για μια βδομαδα και νηστεια 10 μερες! "

Περναει ο καιρος, ξανα στον παπα

Γυν - Πατερ αμαρτησα και παλι. Αυτη τη φορα το αγορι μου μου βαλε χερι

Παπας - Που σου βαλε χερι

Γυν - Ε στο στηθος μου και απο πισω...

Παπας - Τι ???? Βγαζει ξανα το κομπουτερακι κανει υπολογισμους και της λεει " Για αφεση αμαρτιων 2 βδομαδες στην εκκλησια και νηστεια 23 μερες "

Περνανε οι μερες ξανα παει

Γυν - Πατερ αμαρτησα και παλι. Αυτη τη φορα γδηθηκε και μου τον εβαλε λιγο μεσα...

Παπας¨- Τι ????? Στο εβαλε μεσα..? Δηλαδη ποσο μεσα?

Γυν - Ε να..2-3 ποντους...

Παπας - 2-3 ποντους???? Βγαζει ξανα το κομπιουτερακι κανει υπολογισμους...προβληματιζεται..Ξανακανει υπολογισμους...παλι προβλημα ...Οποτε της λεει - Την επομενη φορα πες του να στον βαλει τουλαχιστον 1 ποντο ακομα γιατι ετσι μου βγαινει δεκαδικο!!!!

Link to comment
Share on other sites

Στον ζωολογικό κήπο της πόλης η αρκούδα έχει πέσει σε κατάθλιψη.

Το διοικητικό συμβούλιο μαζεύεται και προσπαθεί να αποφασίσει τι έχει η

αρκούδα.

Καταλήγουν λοιπόν στο συμπέρασμα πως η αρκούδα πρέπει να κάνει σεξ.

Προβληματίζονται πού θα βρουν μια αρκούδα για να ζευγαρώσει.

Και άντε και να τη βρουν, πώς θα τη μεταφέρουν.

Κάποιος λέει πως η μόνη λύση είναι ο Μανωλάκης, ο τύπος που δουλεύει στο κυλικείο.

«Θα τον παρακαλέσουμε και ελπίζουμε να δεχτεί να κάνει αυτός το ψυχικό».

Την επόμενη μέρα καλούν τον Μανωλάκη και του λένε πώς έχει η κατάσταση.

«Κοίτα να δεις, πρέπει να μας βοηθήσεις. Πρέπει να σώσεις την αρκούδα.

Και φυσικά υπάρχει αμοιβή γι' αυτό. 3.000 ευρώ».

Ο Μανωλάκης λέει πως θα το σκεφτεί και θα τους απαντήσει την επόμενη.

Πράγματι, δέχεται αλλά με τρεις όρους.

«Κατ' αρχάς θα φοράει ζαρτιέρες, δεύτερον αν γεννηθεί αρσενικό θα του δώσουμε το όνομα του πατέρα μου, και τρίτον τα 3.000 ευρώ θα σας τα δώσω σε δύο μήνες».

:lol:

Link to comment
Share on other sites

Μια φορά ήταν ένας παππούλης που έπασχε από προστάτη.

Πάει στον ουρολόγο λοιπόν κι αυτός αφού τον εξετάζει του λεει:

-Δεν είναι και τόσο σοβαρά τα πράγματα όπως φαίνεται. Πρέπει όμως να

κάνουμε και μια εξέταση σπέρματος. (Του δίνει ένα αποστειρωμένο

κουτάκι). Να, πάρτε αυτό και αύριο το πρωί μόλις σηκωθείτε και αφού πατε στην τουαλέτα γεμίστε το και φέρτε μου το πίσω.

-Εντάξει γιατρέ μου. Θα προσπαθήσω. (Περιεργάζεται το μέγεθος του κουτιού).

Αν και στην ηλικία μου, όπως καταλαβαίνετε, δε θα είναι και τόσο εύκολο...

-Θα τα πάτε μια χαρά, μην ανησυχείτε

Την άλλη μέρα λοιπόν, ο παππούς προσπαθεί να επιτελέσει το ... καθήκον

του. Προσπαθεί με το ένα χέρι, τίποτα. Προσπαθεί με το άλλο, τίποτα.

Προσπαθεί και με τα δύο χέρια, πάλι τίποτα.

Φωνάζει τη γυναίκα του. Προσπαθεί αυτή, βάζει όλη της τη δύναμη, τίποτα.

Προσπαθούν κι οι δυο μαζί, τίποτα.

Φωνάζουν τη γειτόνισσα να προσπαθήσει, τίποτα. Φωνάζουν και το γείτονα.

Προσπαθεί κι αυτός πάλι τίποτα.

Φωνάζουν την εγγονή της γειτόνισσας που είναι και φωτομοντέλο. Προσπαθεί κι αυτή, βάζει όλη της την τέχνη, τίποτα όμως.

Προσπαθούν ξανά όλοι μαζί, πάλι τίποτα.

Τι να κάνει κι ο καψερός ο παππούλης, πάει πίσω στο γιατρό. Του

επιστρέφει το κουτί κλειστό και άδειο και του λεει:

-Τι να σας πω γιατρέ μου. Όλη μέρα σήμερα προσπαθούσα και δεν κατάφερα τίποτα.

Ήταν ανάγκη να σφίξετε τόσο πολύ αυτό το άτιμο το κουτί;

Πέντε άτομα δεν μπορέσαμε να το ανοίξουμε...

Link to comment
Share on other sites

Μια φήμη κυκλοφορεί στο δάσος ότι μια αγριεμένη αρκούδα έχει κάνει μια λίστα στην οποία έχει βάλει όλα τα ζώα τα οποία πρόκειται να κατασπαράξει. Έντρομα τα ζώα αρχίζουν και πανικοβάλλουν το ένα το

άλλο. Οι μέρες περνάνε, οι επιθέσεις ακόμα δεν έχουν ξεκινήσει και τα νεύρα όλων των ζώων έχουν σπάσει. Κάποια από αυτά δεν θέλουν να ζουν πλέον με την αβεβαιότητα και παίρνουν την απόφαση να

πάνε στην αρκούδα. Πάει πρώτα η αλεπού.

- «Αρκούδα, έμαθα ότι έχεις μια λίστα με τα ζώα που θα κατασπαράξεις. Είναι αλήθεια;».

- «Ναι, έτσι είναι», απαντάει η αρκούδα.

- «Δεν μου λες κάτι; Κάνε μου μια χάρη. Δεν μπορώ να ζω άλλο με την

αβεβαιότητα. Είσαι πιο δυνατή, το ξέρω, αλλά τουλάχιστον θα μου πεις αν είμαι κι εγώ στη λίστα;».

- «Για κάτσε να τσεκάρω... Αλφα, αλεπού, ναι, μέσα είσαι».

- «Αμάν, γ@..το, τι ατυχία είναι να τελειώσω έτσι. Ας το κάνεις γρήγορα».

Χραπ, της τρώει το κεφάλι, πάει η αλεπού.

Πάει μετά ο σκύλος και λέει στην αρκούδα:

- «Πες μου αν έχεις και μένα στη λίστα». Κοιτάει η αρκούδα...

- «Π, ρ, σ, σκύλος, μέσα είσαι, φίλε».

-«Οχι, ρε γ@..το, εγώ που έχω τρομάξει τόσες γάτες να πεθάνω από μια

αρκούδα;

Δεν θέλω να ταπεινωθώ μπροστά στους άλλους. Ο,τι είναι να κάνεις κάν' το τώρα».

Παπ, με μια δαγκωνιά πάει και ο σκύλος.

Μπαίνει μετά ο λαγός...

- «Αρκούδα, κυκλοφορεί η φήμη και το ξέρουμε όλοι. Ας τελειώνει εδώ η

ιστορία.

Είμαι κι εγώ στη λίστα;».

- «Ι, κ, λ, ναι, είσαι».

- «Να σου πω κάτι, μπορείς να με σβήσεις;».

- «Ναι, αμέ», και τον σβήνει.

 

(Πάντα να ρωτάς! Ποτέ δεν ξέρεις!... :lol: )

Link to comment
Share on other sites

Καλό κορίτσι η Μαρία, αλλά πολύ αθώα. Η μητέρα της ανησύχουσε συνεχώς για το τι θα απογίνει. Όταν έμαθε ότι η κόρη θα έβγαινε ραντεβού και με έναν άγνωστο κόντεψε να πάθει έμφραγμα με τη σκέψη του τι μπορεί να συνέβαινε. Την έπιασε λοιπόν, λίγο πριν φύγει, και την συμβούλεψε τα παρακάτω:

- Πρόσεξε κόρη μου. Τώρα που θα πας στο ραντεβού, αν, λέω αν, τυχόν ο συνοδός σου προ-σπαθήσει να σου πιάσει τα βυζιά, θα του πεις, μη, έχει αγκάθι και τρυπάει. Εντάξει; Και αν, αν λέω, προσπαθήσει να σε πιάσει χαμηλά, ξέρεις, ανάμεσα στα πόδια, θα τον σταματήσεις λέγοντας του: Μη, είναι φούρνος και καίει. Να θυμάσαι.

Χαρούμενη, και σίγουρη με τις συμβουλές τις μάνας της, φεύγει η Μαρία. Περνούν οι προκαθο-ρισμένες ώρες, περνά και άλλη μία, περνούν δύο τρεις, η μητέρα της έβγαλε σπυράκια από την ανησυ-χία της. Τι κάνει τόσες ώρες, τι να έπαθε, δεν τα συνηθίζει αυτά, και άλλα τέτοια.

Τελικά, λίγο πριν η μητέρα της ειδοποιήσει το στρατό να πάει να τη βρει, κατά τις τέσσερις το πρωί, εμφανίζεται στο κεφαλόσκαλο η Μαρία. Η μάνα της, σίγουρη ότι είναι καλά, αρχίζει το κλασσικό μοτίβο:

- Που ήσουν παλιοκόριτσο, λωρίδες θα βγεις από τα χέρια μου, λέγε γρήγορα τι σου συνέβη και καλύτερα να είναι πιστευτό.

- Ήμουν με το Γιώργο μαμά. Με πήγε για φαγητό.

- Τόσες ώρες για φαγητό, ε; λέγε που πήγατε.

- Ε, να, μετά το φαγητό, πήγαμε μια βόλτα στην παραλία.

- Τι, βόλτα στην παραλία η δική μου κόρη! παλιοκόριτσο, θα σε ταράξω. Και μετά τι έγινε;

- Ε, καθίσαμε στα βραχάκια.

- ΑΑΡΡΓΓΚΚ, βραχάκια. Άκου βραχάκια. Και τι διάολο κάνατε στα βραχάκια;

- Ε, μιλούσαμε, και, να, κάποια στιγμή πήγε να μου πιάσει τα βυζιά.

(στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειώσουμε ότι η μαμά έχει πάρει μια απόχρωση ροζ-προς το σάπιο μήλο και κάνει μια μεγάλη παύση πριν μπορέσει να αρθρώσει την επόμενη κουβέντα)

- Και εσύ πως αντέδρασες;

- Ε, φυσικά του είπα, σταμάτα, έχει αγκάθι και τρυπάει.

(ξεφύσημα ανακούφισης από τη μεριά της μαμάς)

- Α, πάλι καλά. Και τότε σε έφερε πίσω, ε; Ε; (προσδοκία).

- Εεεεε, όχι τότε ήταν που προσπάθησε να με πιάσει κάτω χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια.

(μια έντονη έκφραση πανικού στο πρόσωπο της μητέρας. Το χρώμα γίνεται ωχρό λαχανί, και η παύση μεγαλύτερη)

- Και εσύ τι έκανες; τι έκανες, ε;

- Ε, μα ότι με συμβούλεψες. Του είπα, μη, σταμάτα, είναι φούρνος και θα σε κάψει.

(ξανά ανακούφιση)

- Μπράβο κόρη μου. Τότε ήταν που σε παράτησε και γύρισες με τα πόδια, ε;

- Εεε, όχι ακριβώς, τότε είπε: - Να βάλω ένα σουβλάκι στον φούρνο να το ψήσω;

(...ησυχία...)

- Και τι έγινε;

- Ε, ρε μάνα, δυόμισι ώρες το έψηνε, και όταν το έβαλα στο στόμα μου, ακόμη ωμό ήταν.

Link to comment
Share on other sites

Ήταν η μέρα της έκθεσης στο δημοτικό. Όλα τα παιδάκια κάνανε βαβούρα μες την τάξη, ώσπου ήρθε η δασκάλα. Κάθισε στην έδρα και είπε:

- Καλημέρα παιδάκια. Το θέμα μας σήμερα είναι: "τα ποτάμια της χώρας μας". Αρχίστε να γράφετε.

Ξεκινάνε τα μικρούλια πυρετωδώς, και σε λίγο ο Τοτός παραδίδει την έκθεση του και ξανακάθεται. Η δασκάλα αρχίζει να διαβάζει.

"Τα ποτάμια είναι γεμάτα νερό και είναι γαλάζια τα ποτάμια και έχουν μέσα ένα σωρό ψάρια, και ακόμη τα ποτάμια κυλάνε πάντα προς τη θάλασσα, και ο παππούς μου, που ζει σε ένα αγρόκτημα πλάι σε ένα ποτάμι, έχει δύο γελάδες, μία άσπρη και μία μαύρη, και οι γελάδες του παππού μου πίνουν το νερό από το ποτάμι, και μια μέρα ήρθε ο ταύρος του παππού μου και γάμησε την άσπρη γελάδα."

- Τοτοοοό! Τσακίσου και έλα γρήγορα εδώ. Τι γλώσσα είναι αυτή; Τι απαράδεκτη έκφραση είναι αυτή; Να μην ξανασυμβεί. Ακούς;

- Μα κυρία, τι να γράψω; Αφού αυτό έγινε.

- Κοίτα Τοτό. Μπορείς να πεις: "Έκανε έκπληξη στην άσπρη γελάδα". Αλλά το άλλο, εκείνο που είπες, ποτέ. Δεν θα το λες ποτέ. Κατάλαβες;

- Μάλιστα ...

Την επόμενη εβδομάδα, την ημέρα της έκθεσης, η συνηθισμένη βαβούρα επικρατούσε στο σχολείο. Η δασκάλα μπαίνει στην τάξη, και λέει:

- Καλημέρα παιδάκια. Το θέμα μας σήμερα είναι: "τα βουνά της χώρας μας". Αρχίστε να γράφετε.

Τα παιδάκια σκύβουν πάνω στα χαρτιά τους και σε λίγα λεπτά, ο Τοτός πηγαίνει και αφήνει την έκθεση του πάνω στην έδρα και ξανακάθεται. Η δασκάλα του ρίχνει μια δύσπιστη ματιά και αρχίζει να διαβάζει.

"Τα βουνά είναι μεγάλα και καφετιά, και είναι ακόμη και μυτερά στην άκρη. Και τα βουνά έχουν δέντρα πάνω τους για να δείχνουν και λίγο πράσινα και να μην είναι μονότονα, και ο παππούς μου, που ζει σε ένα αγρόκτημα σε μια πλαγιά ενός βουνού, έχει δύο γελάδες, μία άσπρη και μία μαύρη, και οι γελάδες του παππού μου τρώνε το χορταράκι από την πλαγιά του βουνού και είναι πολύ χαρούμενες και μια μέρα ήρθε ο ταύρος του παππού μου και γάμησε την άσπρη γελάδα."

- ΤΟΤΟΟΟΟ! Γρήγορα εδώ. Τι σου είπα εγώ; Δεν είπα ότι δεν μπορείς να γράφεις αυτή τη λέξη; Ε; Ε;

- Μα κυρία, τι να έγραφα;

- Τοτό, σου τόνισα την προηγούμενη φορά, έπρεπε να γράψεις: "έκανε έκπληξη στην άσπρη γελάδα".

- Καλάαααα ...

Σε μια βδομάδα, την ώρα της έκθεσης, η δασκάλα αναγγέλλει ότι το θέμα αυτή τη φορά είναι: "Τα κατοικίδια ζώα". Τα παιδάκια αρχίζουν και παλεύουν με τα μολύβια πάνω στα θρανία τους. Σε λίγα λεπτά, ο Τοτός σηκώνεται, αφήνει μια μισογεμάτη σελίδα πάνω στην έδρα και ξανακάθεται. Η δασκάλα τον κοιτάει λοξά, σηκώνει το κομμάτι χαρτί και διαβάζει.

"Τα κατοικίδια ζώα, είναι μικρά και μεγάλα ζώα, που δεν δαγκώνουν, γιατί είναι φίλοι του ανθρώπου και μας βοηθάνε και εμείς τα σκοτώνουμε για να τα φάμε, αλλά όχι σαν τις γελάδες του παππού μου, που ζει σε μια πλαγιά βουνού δίπλα σε ένα ποτάμι, οι οποίες πίνουν νερό από το ποτάμι και τρώνε το γρασίδι από την πλαγιά του βουνού, και είναι δύο οι γελάδες του παππού μου, μία άσπρη και μία μαύρη, και μια μέρα, νωρίς το πρωί, ήρθε ο ταύρος του παππού μου και έκανε έκπληξη στην άσπρη γελάδα. Γάμησε τη μαύρη γελάδα."

Link to comment
Share on other sites

Σκηνικό: wastelands, καμένη γη, ξεραίλα παντού. η κάμερα κάνει μια στροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών και αρχίζει να ζουμάρει στο μοναδικό ζωντανό πλάσμα σε όλον τον απέραντο κάμπο. Είναι ένα αιθιοπάκι που παθιασμένα γλύφει ένα κόκαλο (σσλοουρπ, σλααπ, σλαπα, τστσ ...)

Εντελώς απρόσμενα, εμφανίζεται στο σκηνικό ένα δεύτερο αιθιοπάκι. Μίζερο πρόσωπο, πεινασμένο και με κλαμένο ύφος. Πλησιάζει το πρώτο με προσδοκία:

(σλαππ, τσομπ, τσομπ, σλουυρππ, σήκωμα του κεφαλιού στιγμιαίο. Το καινούργιο αιθιοπάκι μιλάει)

- Έλα ρε, δώσε μου και εμένα λίγο, Άσε με να γλύψω λίγο.

(κακό κοίταγμα, μίσος. βλοσυρή φωνή)

- Φύγε, όχι, δε σου δίνω.

- Έλα ρε, σε παρακαλώ.

(σλουυρπ, τσομπ, τσομπ)

- φύγε είπα. Βρες δικό σου.

(ικεσία)

- άντε ρε, κακέ. Γιατί είσαι έτσι κακός; Δώσε μου λιγουλάκι.

(σλαπ, σλαπ. παύση)

- ΦΥΓΕ ΡΕ, δε σου δίνω τίποτα. Να πας να βρεις αλλού.

(έκρηξη)

- ΚΑΛΑ ΡΕ, ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΚΑΙ ΜΕΝΑ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ. ΘΑ ΦΑΣ ΚΑΛΑ.

Link to comment
Share on other sites

Παρακολουθώντας κρυμμένος έναν πωλητή του, ο διευθυντής μεγάλου πολυκαταστήματος - όπου βρίσκει κανείς από βελόνι μέχρι... αεροπλάνο ακούει την ακόλουθη στιχομυθία:

ΠΩΛΗΤΗΣ: Αυτή η πετονιά, φίλε μου, είναι η ανθεκτικότερη της αγοράς. Μόλις έχει κυκλοφορήσει. Μπορείς να ψαρέψεις μ' αυτήν ακόμα και καρχαρίες! Πάρ'την και θα με θυμηθείς.

ΠΕΛΑΤΗΣ: Ωραία, δώσε μου δυο κουτιά. (τα παίρνει, τα βάζει στο καλάθι του και κάνει να φύγει)

ΠΩΛΗΤΗΣ: Μια στιγμή, φίλε μου, πετονιά πήρες και μάλιστα την καλύτερη. Σε ποιο καλάμι όμως θα τη βάλεις;

ΠΕΛΑΤΗΣ: Καλάμι έχω. Φυσικά είναι λίγο παλιό, αλλά κάνει τη δουλειά του.

ΠΩΛΗΤΗΣ: Μα τι μου λες τώρα; Θα βάλεις αυτήν την τέλεια πετονιά πάνω σε παλιό καλάμι; Μου φαίνεσαι για πιο ξύπνιος. Έχουμε κάτι καλάμια ψαρέματος, άλλο να σ' το λέω κι άλλο να τα δεις στην πράξη. Η ελαστικότητά τους και συνάμα η ανθεκτικότητά τους είναι το κάτι άλλο. Μην το συζητάς καθόλου.

ΠΕΛΑΤΗΣ: Καλά, καλά, έχεις δίκιο. Θα πάρω κι ένα καλάμι. (και πάει να προχωρήσει)

ΠΩΛΗΤΗΣ: Δεν μου είπες, πού ψαρεύεις συνήθως;

ΠΕΛΑΤΗΣ: Κοντά στο λιμανάκι της περιοχής όπου έχω το εξοχικό μου υπάρχει μια μικρή ξύλινη αποβάθρα. Κάθομαι εκεί στην άκρη, με το καπελάκι μου το ψάθινο, και ψαρεύω.

ΠΩΛΗΤΗΣ: Δεν το πιστεύω. Μα, είναι δυνατόν; Όλος ο κόσμος ξέρει ότι για να βρει κανείς αξιόλογα ψάρια πρέπει να ξανοιχτεί στα βαθιά νερά.

ΠΕΛΑΤΗΣ: Συμφωνώ, αλλά εγώ δεν έχω βάρκα.

ΠΩΛΗΤΗΣ: Κι εμείς τι είμαστε εδώ! Διαθέτουμε μια σειρά από διάφορα σκάφη, από φουσκωτά μέχρι κότερα. Κι αν κρίνω από την εμφάνισή σου, δεν μου φαίνεσαι για άνθρωπος που θα δυσκολευόταν να αγοράσει ένα μικρό σκάφος.

ΠΕΛΑΤΗΣ: Μα, τώρα, σοβαρολογείς; Στα καλά καθούμενα να αγοράσω σκάφος; Τι είναι το σκάφος, ποδηλατάκι για τον γιο μου;

ΠΩΛΗΤΗΣ: Έλα τώρα, αγαπητέ μου. Σκέψου το κύρος σου και την εκτίμηση που σου έχουν οι φίλοι σου πόσο πολύ θ' ανέβει μόλις ακούσουν ότι αγόρασες σκάφος. Όλοι οι αξιοπρεπείς κύριοι στην εποχή μας διαθέτουν κάποιου είδους σκάφος.

ΠΕΛΑΤΗΣ: (Μετά από ολιγόλεπτη σκέψη) Εντάξει, μ' έπεισες. Και μάλιστα θα του δώσω το όνομα της κόρης μου και θα της το κάνω δώρο στα γενέθλιά της που είναι σε λίγες μέρες.

ΠΩΛΗΤΗΣ: Έκτακτα! Πάμε μέσα να σου δείξω τα διαφημιστικά για να διαλέξεις. Αλλά πρώτα, πέσμου, δεν φαντάζομαι να διαθέτεις τρόλεϊ για να μεταφέρεις το σκάφος από το σπίτι σου στη θάλασσα, δεν είναι;

ΠΕΛΑΤΗΣ: Α, ναι. Θα θέλουμε και τρόλεϊ. Δίκιο έχεις, εντάξει.

ΠΩΛΗΤΗΣ: Και κάτι τελευταίο, προτού φύγεις. Τι αυτοκίνητο έχεις;

ΠΕΛΑΤΗΣ: Γιατί; Τι έχει να κάνει το αυτοκίνητό μου με το ψάρεμα;

ΠΩΛΗΤΗΣ: Ρωτάω για να δω αν είναι κατάλληλο να ρυμουλκεί το τρόλεϊ με το σκάφος επάνω. Δεν είναι και τόσο εύκολο για ένα συνηθισμένο αυτοκίνητο να ρυμουλκεί τόσο βάρος. Γι' αυτό σου λέω, αν ενδιαφέρεσαι, η εταιρεία μας εισάγει τις καλύτερες μάρκες αυτοκινήτων παντός εδάφους, με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς, με ειδικό γάντζο για ρυμουλκήσεις, και θα ήταν λάθος να μην εκμεταλλευθείς την ευκαιρία να σου κάνουμε και μια καλύτερη τιμή, μια που θα τα πάρεις ταυτόχρονα όλα αυτά από μας.

ΠΕΛΑΤΗΣ: Θα τρελαθώ. Μα τώρα μου λες να πάρω καινούργιο αμάξι, από τη μια στιγμή στην άλλη; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Ξέχασέ το. Θα με σκοτώσει η γυναίκα μου αν ακούσει ότι ξόδεψα τόσα λεφτά μέσα σε μισή ώρα!

ΠΩΛΗΤΗΣ: Καλά, δεν θέλω να σου δημιουργήσω οικογενειακά προβλήματα, παρ' όλο που μου φαίνεσαι τύπος που δεν αφήνει τις γυναίκες να κάνουν κουμάντο στη ζωή του.

ΠΕΛΑΤΗΣ: Και είμαι. Αλλά τώρα... ξέρω κι εγώ... (σκέφτεται μερικά λεπτά) Τέλος πάντων. Ας πάει και το παλιάμπελο! Θα πάρω και το αμάξι.

ΠΩΛΗΤΗΣ: Φίλε μου, είσαι λεβεντιά. Σε διαβεβαιώ ότι έκανες μια από τις καλύτερες αγορές της ζωής σου. Δεν θα το μετανοιώσεις. Να πας στο καλό και θα τα πούμε αύριο, όταν θα σου παραδώσουμε τα εμπορεύματα. Γεια χαρά.

ΠΕΛΑΤΗΣ: Καλή σου μέρα. (Φεύγει)

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: (βγαίνοντας από την κρυψώνα του) Βρε συ... Δεν πιστεύω στα μάτια μου! Τι σαϊνι πωλητής είσαι συ! Ήλθε ο άνθρωπος ν' αγοράσει πετονιά κι εσύ του πούλησες και καλάμι και σκάφος και τρόλεϊ κι αυτοκίνητο...

ΠΩΛΗΤΗΣ: Μα, δεν ήρθε ν' αγοράσει πετονιά...

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Αλλά, τι ήρθε ν' αγοράσει;

ΠΩΛΗΤΗΣ: Σερβιέτες. Οπότε του λέω: Φίλε μου, απ' ότι κατάλαβα, αυτό το Σαββατοκύριακο δεν πρόκειται να γαμ..σεις. Δεν πας για ψάρεμα;

Link to comment
Share on other sites

Την επόμενη εβδομάδα, την μέρα της έκθεσης, η δασκάλα, προσπαθώντας να γλυτώσει από τον Τοτό, αποφάσισε να βάλει ένα πιο ανθρώπινο θέμα:

- Παιδιά, σήμερα θα μου γράψετε μια έκθεση που πρέπει να τελειώνει με τις λέξεις "Μάνα είναι μόνο μία".

Ξεκινάνε τα μικρά να γράφουν, και μετά από λίγο η μικρή Ευγενία φέρνει το κομμάτι χαρτί με την έκθεση της στην έδρα. Η δασκάλα διαβάζει:

"Πριν από μία εβδομάδα, με έπιασε μια αρρώστια, και δεν ξέρω τι αρρώστια ήτανε, αλλά είχα πυρετό και πονούσε ο λαιμός μου και δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι. Και η μαμά μου καθότανε δίπλα μου και μου έφερνε φάρμακα και σιρόπια και μου άλλαζε πυτζάμες και με πρόσεχε μέχρι που έγινα καλά. Μάνα είναι μόνο μία."

Ευχαριστημένη η δασκάλα, αφήνει κάτω την έκθεση της μικρής Ευγενίας και ξεκινάει να διαβάζει την έκθεση του μικρού Πετράκη, που μόλις άφησε πάνω στην έδρα.

"Εγώ πριν δύο μέρες, είχα πάει με τους φίλους μου βόλτα με τα ποδήλατα στην παραλία και τρέχαμε και ήταν πολύ ωραία, αλλά στο γυρισμό έπεσα με το ποδήλατο σε ένα χαντάκι και έτρεχε αίμα από το πόδι μου, και η μαμά μου που το είδε, το καθάρισε και του έβαλε επιδέσμους και με φρόντισε μέχρι να γίνει καλά. Μάνα είναι μόνο μία."

Διπλά ευχαριστημένη η δασκάλα, μαρκάρει και την έκθεση του μικρού Πετράκη και σηκώνει την επόμενη που είχε προστεθεί στη στοίβα και ήταν του Τοτού.

"Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που μας επισκέφτηκε ο θείος μου ο Βασίλης που είναι ναυτικός και γυρνάει τον κόσμο με το καράβι του. Η μαμά μου τον αγαπάει πολύ τον θείο μου τον Βασίλη γιατί είναι αδερφός της. Κάθε φορά που έρχεται στο σπίτι τρέχει να του φτιάξει τα φαγητά που του αρέσουν. Το βράδυ μετά το φαί, μου είπε η μαμά μου να πάω μέχρι την κουζίνα και να ανοίξω το ψυγείο. Μου είπε ακόμη ότι στο πρώτο ράφι θα έβρισκα δύο μποτίλιες μπύρα, και μου είπε να τις φέρω στη σάλα για να τις πιει ο θείος μου ο Βασίλης. Εγώ έκανα ότι μου είπε γιατί την αγαπάω τη μαμά μου, αλλά όταν άνοιξα το ψυγείο δεν υπήρχαν δύο μποτίλιες μπύρα στο πρώτο ράφι, οπότε φώναξα: Μάνα, είναι μόνο μία."

Link to comment
Share on other sites

Σκηνικό: Καλοκαίρι. Μεσημέρι. Καύσωνας. Ο κύριος Πετρίδης επιστρέφει στο διαμέρισμα του κάπου στην άκρης της πόλης μετά από ένα κουραστικό πρωινό στο γραφείο του. Παρκάρει το αυτοκίνητο του και με το χαρτοφύλακα στο χέρι, ξεκινάει να διασχίσει το δρόμο για να μπει στην είσοδο του κτιρίου όπου μένει.

Στα μισά του δρόμου αντιλαμβάνεται τον ιδρωμένο σωματώδη τύπο που έχει μόλις ξεφορτώσει δύο φέρετρα από το φορτηγάκι του και τα έχει ακουμπήσει στον τοίχο της πολυκατοικίας για να ξαποστάσει.

- Μπα, ποιος να πέθανε, εδώ στην πολυκατοικία. Κάποιος ηλικιωμένος δεν άντεξε τον καύσωνα μάλλον.

Συνεχίζει να περπατάει, αλλά ο ιδρωμένος τύπος τον κοιτάει περίεργα. Μόλις φτάνει να μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας, ο τύπος αποφασίζει να του μιλήσει:

- Μπορείτε μήπως να με βοηθήσετε να μεταφέρω τα φέρετρα μέχρι τον τρίτο όροφο; Κάνει πολύ ζέστη για να το κάνω μόνος μου.

Ο κύριος Πετρίδης το σκέφτεται λίγο και δέχεται. Στο πίσω μέρος του μυαλού του όμως αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που έμενε στον ίδιο όροφο με αυτόν και πέθανε. Βάζουν τα φέρετρα το ένα πάνω στο άλλο, το ακουμπάν πάνω στους ωμούς τους, και ξεκινάνε να σκαρφαλώνουν τις σκάλες... Φτάνουν στον τρίτο όροφο και περπατάνε προς της δεξιά μεριά του διαδρόμου, ανησυχητικά κοντά στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Τελικά ο φορτωμένος εργάτης αποφασίζει ότι έφτασε στον προορισμό του και ακουμπάνε τα φέρετρα ακριβώς πλάι στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Γεμάτος απορία, προσπαθεί να βρει μερικές εξηγήσεις:

- Μα καλά, αυτό είναι το διαμέρισμα που μένω εγώ. Τι θέλει ένα ζευγάρι φέρ..

- Είστε ο κύριος Πετρίδης; Δεν το κατάλαβα τόση ώρα. Έφερα τα παιδιά από την κατασκήνωση.

Link to comment
Share on other sites

Είναι ένας Αμερικάνος και ένας Ρώσσος και συζητάνε σε ηψηλούς τόνους(γνωστό εξάλλου κι απ το μίσος που έχουν σαν κράτη).

Γυρναει ο Ρώσσος και ροτάει τον Αμερικάνο:

- Για κάτσε ρε φίλε πώς σε λένε στην τελική?

- Εμένα? My name is Bill!

-What Bill?

Κατεβάζει ο Αμερικάνος κάτω τα παντελόνια του, πετάει όξω 1 παλαμάρι 20 πόντους και του απαντάει...

-Buffalo Bill!

Εχεχε ψιλογέλασε ο Ρώσσος και του αποκρίνεται:

-Ωωω!!Μα τι σύυυμπτωση?!

-Τί θες να πεις?

-Κι εμένα Bill με λένε!

-Bill????...ahmmm...What Bill?

...Κατεβάζει ο Ρώσσος τα βρακιά του ...πετάει όοξω 4-5 τεράστια στρεβλωμένα αντικείμενα και του λέει:

TsernoBill! :p

The airplane would be the safest mean of transportation if we didn't have to drive ourself to the airport
Link to comment
Share on other sites

Ένας τυπάς περπάταγε αμέριμνος στην εξοχή. Θαύμαζε τα λουλούδια, ανάπνεε τον καθαρό αέρα, ώσπου ξαφνικά, περνάει δίπλα από τον γεμάτο φυτά φράχτη μιας πανάκριβης εξοχικής κατοικίας. Καθώς θαύμαζε τα πολυτελή παραθύρια, ακούει από τον κήπο μια παιδική φωνή να επαναλαμβάνει: οτό, οτό οτό ...

- Δεν πάμε καλά. Τι διάολο είναι τούτο πάλι, σκέφτεται. Κολλάει το σώμα του στον φράχτη και προσπαθεί να κοιτάξει διακριτικά από πάνω. Πραγματικά, μέσα στην αυλή, ένα μικρό παιδάκι, πέντε με έξι χρονών, με τα χέρια ακουμπισμένα στο χείλος του πηγαδιού, κοιτούσε το χάος ίσια κάτω και μονολογούσε: οτό, οτό, οτό.

- Δεν πάμε καθόλου καλά, σκέφτεται ο φίλος. Γεμάτος περιέργεια, σκυφτά σκυφτά, περπατάει μέχρι την κοντινή αυλόπορτα. Μένοντας κρυμμένος, κοιτάει με την άκρη του ματιού του να δει τι ακριβώς γίνεται.

Καμιά διαφορά. Ο μικρός, εξακολουθεί να σκέκεται με τα χέρια πάνω στο χείλος, ελαφρά γερμένος προς τα μέσα, και να μονολογεί: οτό, οτό, οτό.

Ο φίλος κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά, σηκώνεται όρθιος, βάζει τα χέρια στις τσέπες, σηκώνει το κεφάλι ψηλά και αρχίζει να περπατάει σφυρίζοντας. Διασχίζει την αυλόπορτα, φτάνει πάνω από τον μικρούλη, και ρίχνει μια προσποιητή αφηρημένη ματιά μέσα στο πηγάδι, χωρίς να σταματήσει το σφύριγμα.

Τζίφος. Το πηγάδι είναι φοβερά βαθύ και το μόνο που διακρίνει είναι σκοτάδι. Και ο μικρός εξακολουθεί: οτό, οτό, οτό.

Ο φίλος αποφασίζει να το χειριστεί αλλιώς. Γονατίζει δίπλα στον μικρό, και με παιδική φωνή του λέει:

- Γεια σου, παιδάκι. Τι κάνεις εδώ;

Ο μικρός το βιολί του: - Οτό, οτό, οτό.

- Τι είναι μες το πηγάδι;

Τα ίδια.

Ο φίλος τα παίρνει στο κρανίο. Σηκώνεται ξανά όρθιος, αποφασισμένος να λύσει το όλο αίνιγμα. Πλησιάζει το χείλος του πηγαδιού. Κοιτάει έντονα μέσα. βυσσος. Ακουμπάει το χέρια του στο χείλος και ξανακοιτάει. Σκοτάδι. Μεταφέρει το βάρος του στα χέρια του, γέρνει πάνω από το πηγάδι, και προσπαθεί να διακρίνει οτιδήποτε στο βάθος του. Ο μικρός δίπλα το χαβά του. Οτό, οτό, οτό. Ο φίλος γέρνει ακόμη περισσότερο. Βρίσκεται τώρα σχεδόν ολόκληρος πάνω από το πηγάδι. Κοιτάζει με ένταση το σκοτάδι κάτω. Ξαφνικά, ο μικρός, μετακινείται απότομα. Έρχεται από πίσω του και με μια ελαφριά σκουντιά, τον αναγκάζει να χάσει την ισορροπία του. Ο φίλος τρεκλίζει, προσπαθεί να βρει κάτι να κρατηθεί, κουνάει απελπισμένα τα χέρια του γύρω-γύρω στον αέρα και με ένα μακρόσυρτο ΑΑΑααααα ... βουτάει προς τον πάτο του πηγαδιού.

Ο μικρός, ατάραχος, επανέρχεται στην προηγούμενη θέση του, ακουμπάει τα χέρια του πάνω στο χείλος του πηγαδιού και συνεχίζει: Εννιά, εννιά, εννιά ...

Link to comment
Share on other sites

Ήταν μια φορά και ένα καιρό τα τρία γουρουνάκια. Ζούσανε σε ένα σπιτάκι στον κάμπο με τη μαμά τους, τη μαμά γουρούνα. Και ήτανε όλοι πολύ ευτυχισμένοι, μόνο που ανησυχούσαν για τον κακό λύκο. Ένα πρωινό, λοιπόν, η μαμά γουρούνα μαζεύει τα παιδιά της:

- Λοιπόν, κοιτάξτε. Αυτή η ιστορία με το λύκο, δεν πάει άλλο. Είναι και επικίνδυνη. Γι’ αυτό λοιπόν θα οργανωθούμε ως εξής: Κάθε φορά που θα φεύγω, δεν θα ανοίγετε σε κανέναν. Μόλις επιστρέφω, για να καταλάβετε ότι είμαι εγώ θα σας λέω το σύνθημα. Το πιάσατε;

- Το πιάσαμε, λένε μαζί τα τρία γουρουνάκια.

- Ωραία, απαντά η μαμά γουρούνα. Το σύνθημα θα είναι: Είμαι η μαμά σας και τραβάω τα βυζιά μου.

Φεύγει λοιπόν η μαμά γουρούνα για ψώνια, γυρνάει, κτυπά την πόρτα, "Είμαι η μαμά σας και τραβάω τα βυζιά μου" λέει, και ανοίγουν τα μικρά.

Είμαι η μαμά σας και τραβάω τα βυζιά μου μία, είμαι η μαμά σας και τραβάω τα βυζιά μου δύο, τρεις, όλη τη βδομάδα η ίδια ιστορία. Ο λύκος, που παρακολουθούσε το σπίτι, το πήρε πρέφα το σύνθημα.

Παραφυλάει ένα πρωινό, περιμένει μέχρι να φύγει η μαμά γουρούνα, περιμένει και μισή ώρα για να μην κινήσει υποψίες και κατεβαίνει προς την πόρτα του σπιτιού. Χτυπάει.

- Ποιος είναι, κάνουν τα μικρά από μέσα.

- Είμαι η μαμά σας και τραβάω τα βυζιά μου, απαντά ο λύκος με γυναικεία φωνή.

- Δεν τραβάς και τα @ρχίδια σου, ρε λύκε. Βάλαμε ματάκι.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

 Κοινοποίηση

×
×
  • Create New...